ἐπαμάομαι

From LSJ
Revision as of 11:10, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰμάομαι Medium diacritics: ἐπαμάομαι Low diacritics: επαμάομαι Capitals: ΕΠΑΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: epamáomai Transliteration B: epamaomai Transliteration C: epamaomai Beta Code: e)pama/omai

English (LSJ)

A scrape together for oneself, εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσί heaped him up a bed (of leaves), Od.5.482; γῆν ἐπαμησάμενον Thgn. 428, cf. Thphr.HP4.13.5, AP7.446 (Hegesipp., tm.); γῆν ἐπαμησάμενος having heaped up a grave or barrow, Hdt.8.24; so ἐ. κόνιν Polyaen.2.1.23; ἐ. τινί τι Plu.2.982b; γῆν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς Porph. Abst.4.9:—later in Act., κόνιν ἐπαμῆσαι D.L.6.79, cf. Iamb.VP31.192: written ἐφαμᾶν in Hld.2.20.

German (Pape)

[Seite 898] darauf-, zusammenhäufen; εὐνὴν ἐπαμήσατο, ein Streulager, Od. 5, 482; γῆν, Erde aufschütten, z. B. zum Grabhügel, Her. 8, 24; Xen. Oec. 19, 11; αἰγιαλῖτιν θῖνα Zon. 9 (VI, 404); κόνιν Polyaen. 2, 1, 23; a. Sp.; D. L. 6, 79 auch act., κόνιν ἐπαμῆσαι, vgl. Heliod. 2, 20, wo ἐφαμήσας steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰμάομαι: μέλλ. -ήσομαι, Μέσ., ἐπισωρεύω τι δι’ ἐμαυτὸν συνάγων αὐτὸ ἐκ τοῦ ἐδάφους, εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσίν, ἐπεσώρευσε διὰ τῶν χειρῶν καὶ ἐσχημάτισε στρῶμα (ἐκ φύλλων), Ὀδ. Ε. 482· πρβλ. ἀφύσσω ΙΙ· γῆν ἐπομησμένον Θέογν. 428. πρβλ. Ἀνθολ. Π. 7. 446· γῆν ἐπαμησάμενος, ἐπισωρεύσας χῶμα, Ἡρόδ. 8. 24· οὕτος, ἐπ. κόνιν Πολύαιν. 2. 1, 13· ἐπ. τινί τι Πλούτ. 2. 982Β. - Παρὰ μεταγεν. ἀπαντᾷ τὸ ἐνεργ. κόνιν ἐπαμῆσαι Διογ. Λ. 6. 79, πρβλ. Ἰαμβλ. Βίον Πυθ. 192· ὁ τύπος ἐφαμᾶν ἐν Ἡλιοδ. 2. 20 δὲν εἶναι βεβαίως ὀρθός· ἀλλ. ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Β΄ τόμ. σ. 80 τῶν Ἡλ. Αἰθιοπ.

English (Autenrieth)

only aor. ἐπαμήσατο, heaped up for himself a bed of leaves, Od. 5.482†. See ἀμάω.

Greek Monotonic

ἐπᾰμάομαι: μέλ. -ήσομαι — Μέσ., συσσωρεύω για τον εαυτό μου, εὐνὴν ἐπαμήσατο, του σχημάτισε στρώμα (από φύλλα), σε Ομήρ. Οδ.· γῆνἐπαμησάμενος, σχηματίζοντας με συσσώρευση χώματος έναν τάφο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰμάομαι: редко Diog. L. ἐπᾰμάω
1) сгребать, собирать в кучу: εὐνὴν ἐπαμήσατο Hom. (Одиссей из листьев) устроил себе ложе;
2) наваливать, насыпать (γῆν Her., Xen.; αἰγιαλῖτιν θῖνα Anth.; κόνιν Diog. L.).

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Mid. to scrape together for oneself, εὐνὴν ἐπαμήσατο heaped him up a bed (of leaves), Od.; γῆν ἐπαμησάμενος having heaped up a grave, Hdt.