ποτιφωνήεις

From LSJ
Revision as of 07:54, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιφωνήεις Medium diacritics: ποτιφωνήεις Low diacritics: ποτιφωνήεις Capitals: ΠΟΤΙΦΩΝΗΕΙΣ
Transliteration A: potiphōnḗeis Transliteration B: potiphōnēeis Transliteration C: potifonieis Beta Code: potifwnh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, Ep. for προσφ-, Od.9.456.

German (Pape)

[Seite 690] dor. statt προσφωνήεις.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιφωνήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀντὶ προσφ-, ὡς καὶ ἐν Ὀδ. Ι. 456.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui adresse la parole à, qui s'adresse à, capable de s'adresser à.
Étymologie: épq. p. *προσφωνήεις, v. προσφωνέω.

English (Autenrieth)

see προσφωνήεις.
εσσα, εν: capable of addressing, endued with speech, Od. 9.456†.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.) προσφωνήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φωνήεις (< φωνή)].

Greek Monotonic

ποτιφωνήεις: -εσσα, -εν, Δωρ. αντί προσφωνήεις, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ποτιφωνήεις: ήεσσα, ῆεν дор. Hom. = προσφωνήεις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτιφωνήεις Dor., tot spreken in staat.

Middle Liddell

ποτι-φωνήεις, εσσα, εν [doric for προσφωνήεις, Od.]