δυσαριστοτόκεια
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ἡ, A unhappy mother of the noblest son, as Thetis calls herself, Il.18.54.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, die unglückliche Mutter des besten Sohnes, Thetis, Il. 18, 54, ἅπαξ εἰρημέν. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 60, 27.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾰριστοτόκεια: ἡ, δυστυχὴς μήτηρ ἀρίστου υἱοῦ, ὡς ἀποκαλεῖ ἡ Θέτις ἑαυτήν, Ἰλ. Σ. 54.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mère infortunée d’un héros (Thétis).
Étymologie: δυσ-, ἄριστος, τοκεύς.
Spanish (DGE)
-ας
que en mala hora parió un hijo ilustre ὤ μοι δ. dicho por Tetis Il.18.54, cit. en Pl.R.388c, μήτηρ ... εὐώδιν δ. Epigr.Anat.31.1999.164 (Pisidia, imper.).
Greek Monolingual
δυσαριστοτόκεια, η (Α)
δύστυχη μάνα άριστου γιου.
Greek Monotonic
δυσᾰριστοτόκεια: ἡ (τίκτω), δυστυχισμένη μητέρα άριστου, γενναίου γιου, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δυσαριστοτόκεια: ἡ несчастная мать героя (эпитет Фетиды) Hom.
Middle Liddell
δυσ-ᾰριστο-τόκεια, ἡ, τίκτω
unhappy mother of the noblest son, Il.