δυσαριστοτόκεια

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσᾰριστοτόκεια Medium diacritics: δυσαριστοτόκεια Low diacritics: δυσαριστοτόκεια Capitals: ΔΥΣΑΡΙΣΤΟΤΟΚΕΙΑ
Transliteration A: dysaristotókeia Transliteration B: dysaristotokeia Transliteration C: dysaristotokeia Beta Code: dusaristoto/keia

English (LSJ)

ἡ, unhappy mother of the noblest son, as Thetis calls herself, Il.18.54.

Spanish (DGE)

-ας
que en mala hora parió un hijo ilustre ὤ μοι δ. dicho por Tetis Il.18.54, cit. en Pl.R.388c, μήτηρ ... εὐώδιν δ. Epigr.Anat.31.1999.164 (Pisidia, imper.).

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, die unglückliche Mutter des besten Sohnes, Thetis, Il. 18, 54, ἅπαξ εἰρημέν. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 60, 27.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mère infortunée d'un héros (Thétis).
Étymologie: δυσ-, ἄριστος, τοκεύς.

Russian (Dvoretsky)

δυσαριστοτόκεια:несчастная мать героя (эпитет Фетиды) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

δυσᾰριστοτόκεια: ἡ, δυστυχὴς μήτηρ ἀρίστου υἱοῦ, ὡς ἀποκαλεῖ ἡ Θέτις ἑαυτήν, Ἰλ. Σ. 54.

Greek Monolingual

δυσαριστοτόκεια, η (Α)
δύστυχη μάνα άριστου γιου.

Greek Monotonic

δυσᾰριστοτόκεια: ἡ (τίκτω), δυστυχισμένη μητέρα άριστου, γενναίου γιου, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δυσ-ᾰριστο-τόκεια, ἡ, τίκτω
unhappy mother of the noblest son, Il.