χρυσόπρυμνος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ον, with gilded poop, Plu.Ant.26, App.Praef.10.
German (Pape)
[Seite 1382] mit goldenem Hintertheile, Plut. Ant. 26.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόπρυμνος: -ον, ὁ ἔχων κεχρυσωμένην πρύμναν, Πλουτ. Ἀντών. 26, Ἀππ. Προοίμ. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à poupe d'or.
Étymologie: χρυσός πρύμνα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χρυσή πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ὑψί-πρυμνος].
Greek Monotonic
χρῡσόπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που έχει επιχρυσωμένη πρύμνη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόπρυμνος: с золоченой кормой (πορθμεῖον Plut.).