Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσπαλής

From LSJ
Revision as of 12:05, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπᾰλής Medium diacritics: δυσπαλής Low diacritics: δυσπαλής Capitals: ΔΥΣΠΑΛΗΣ
Transliteration A: dyspalḗs Transliteration B: dyspalēs Transliteration C: dyspalis Beta Code: duspalh/s

English (LSJ)

ές, A hard to wrestle with, δίνα Id.Eu.559 (lyr.); difficult, c. inf., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Pi.O.8.25, cf.P.4.273, Cerc.Fr.Oxy.26. 2 dangerous, noxious, ῥίζαι A.R.4.52. 3 stubborn, Nicom.Harm. 3.

German (Pape)

[Seite 686] ές, wogegen schwer zu ringen ist; δίνη Aesch. Eum. 509; übh. = schwierig, δυσπαλές ἐστι, c. inf., Pind. Ol. 8 25 P. 4, 273; ῥίζαι, wogegen man sich schwer schützen kann, Ap. Rh. 4, 52.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπᾰλής: -ές, δυσπάλαιστος, δίνη Αἰσχύλ. Εὐμ. 559· δύσκολος, μετ’ ἀπαρ., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Πίνδ. Ο. 8. 33, πρβλ. Π. 4. 448. 2) κινδυνώδης, βλαβερός, ῥίζαι Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 52.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
irrésistible.
Étymologie: δυσ-, πάλη.

English (Slater)

δυσπᾰλής hard to wrestle with, met., difficult ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (sc. ἐστί) (O. 8.25) ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται (P. 4.273)

Spanish (DGE)

(δυσπᾰλής) -ές
1 irresistible δίνα A.Eu.559
que es una lucha difícil ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ ... δυσπαλές difícil lucha es dirimir con juicio recto Pi.O.8.25, cf. P.4.273, Cerc.18.
2 fig. resistente al cambio ἐποχαί op. εὐκύμαντος Nicom.Harm.3.
3 peligroso, nocivo ῥίζαι A.R.4.52.

Greek Monolingual

δυσπαλής, -ές (Α)
1. δυσπάλαιστος
2. δύσκολος
3. δύσκαμπτος, σκληρός
4. επιβλαβής.

Greek Monotonic

δυσπᾰλής: -ές (πάλη), δύσκολος στο να παλέψει κάποιος μαζί του, ακατανίκητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπᾰλής:
1) Aesch. = δυσπάλαιστος;
2) крайне трудный Pind.

Middle Liddell

δυσ-πᾰλής, ές πάλη
hard to wrestle with, Aesch.