δηξίθυμος

From LSJ
Revision as of 10:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηξίθῡμος Medium diacritics: δηξίθυμος Low diacritics: δηξίθυμος Capitals: ΔΗΞΙΘΥΜΟΣ
Transliteration A: dēxíthymos Transliteration B: dēxithymos Transliteration C: diksithymos Beta Code: dhci/qumos

English (LSJ)

[ῐ], ον, = δακέθυμος, ἔρωτος ἄνθος A.Ag.743 (lyr.); comically, δ. ὀξάλμη Sopat.21.

Spanish (DGE)

(δηξίθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que muerde el alma, que roe el corazón ἔρωτος ἄνθος A.A.743, cf. Eust.1506.64
paród. que devora el estómago, picante ὀξάλμη Sopat.21.

German (Pape)

[Seite 567] herznagend, ἔρωτος ἄνθος, Aesch. Ag. 722; ἅλμη, heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.

Greek (Liddell-Scott)

δηξίθῡμος: -ον, = δακέθυμος, θυμοδακής, ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. ὀξάλμη Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ronge, litt. qui mord le cœur.
Étymologie: δάκνω, θυμός.

Greek Monolingual

δηξίθυμος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχήδηξίθυμος ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι- < (μέλλ.) δήξομαι του δάκνω + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -τι ή -(σ)ι- (πρβλ. αλεξίκανος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)].

Greek Monotonic

δηξίθῡμος: -ον, = δακέ-θυμος, λέγεται για την αγάπη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δηξίθῡμος: Aesch. = δακέθυμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δηξίθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.

Middle Liddell

= δακέθυμος, of love, Aesch.]