ἄκρυπτος

From LSJ
Revision as of 16:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρυπτος Medium diacritics: ἄκρυπτος Low diacritics: άκρυπτος Capitals: ΑΚΡΥΠΤΟΣ
Transliteration A: ákryptos Transliteration B: akryptos Transliteration C: akryptos Beta Code: a)kruptos

English (LSJ)

ον, unhidden, E.Andr.834, Aen.Tact.39.6. Adv. -τως Phryn.PSp.11 B.

Spanish (DGE)

-ον
1 no tapado, no escondido, al descubierto παλαίσματα A.Supp.296, βρόχος Aen.Tact.39.6, cf. E.Andr.834.
2 adv. -ως no celadamente Phryn.PS 11.

German (Pape)

[Seite 85] unverdeckt, neben δῆλος Eur. Andr. 836.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 836. -Ἐπίρρ. -τως, Α. Β. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non caché.
Étymologie: , κρυπτός.

Greek Monolingual

και -φτος, -η, -ο (Α ἄκρυπτος, -ον)
αυτός που δεν τον έκρυψαν, ο φανερός
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. - + κρυπτὸς < κρύπτω.

Greek Monotonic

ἄκρυπτος: -ον (κρύπτω), αυτός που δεν έχει κρυφτεί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκρυπτος: нескрытый, нескрываемый: τί δέ με δεῖ καλύπτει ἄκρυπτα; Eur. к чему мне скрывать то, что не может быть сокрыто?

Middle Liddell

κρύπτω
unhidden, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκρυπτος -ον [ἀ-, κρύπτω niet verborgen, onbedekt.