ἄκρυπτος
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
ον, unhidden, E.Andr.834, Aen.Tact.39.6. Adv. -τως Phryn.PSp.11 B.
Spanish (DGE)
-ον
1 no tapado, no escondido, al descubierto παλαίσματα A.Supp.296, βρόχος Aen.Tact.39.6, cf. E.Andr.834.
2 adv. -ως no celadamente Phryn.PS 11.
German (Pape)
[Seite 85] unverdeckt, neben δῆλος Eur. Andr. 836.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 836. -Ἐπίρρ. -τως, Α. Β. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non caché.
Étymologie: ἀ, κρυπτός.
Greek Monolingual
και -φτος, -η, -ο (Α ἄκρυπτος, -ον)
αυτός που δεν τον έκρυψαν, ο φανερός
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. - + κρυπτὸς < κρύπτω.
Greek Monotonic
ἄκρυπτος: -ον (κρύπτω), αυτός που δεν έχει κρυφτεί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκρυπτος: нескрытый, нескрываемый: τί δέ με δεῖ καλύπτει ἄκρυπτα; Eur. к чему мне скрывать то, что не может быть сокрыто?
Middle Liddell
κρύπτω
unhidden, Eur.