ζῳογονέω

From LSJ
Revision as of 18:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source

German (Pape)

[Seite 1143] Thiere, lebendige Wesen hervorbringen, Theophr.; zeugen, πᾶν ἔμψυχον Luc. am. 19; παρθένον D. D. 8; bei S. Emp. adv. gramm. 264 steht ἐζωγονῆσθαι; beleben, Ath. VII, 298 c. Am Leben erhalten, LXX. u. N. T.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
engendrer des vers ou animalcules ; Pass. se remplir de vers.
Étymologie: ζῳογόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογονέω: παράγω, γεννῶ ζῴα, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 2· ἐπὶ σηπομένων ὑλῶν παραγουσῶν σκώληκας· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 3. 24, 3. ΙΙ. ζωογονέω, παράγω, γεννῶ ζῶντα πλάσματα, ἡ φύσις ζωογονεῖ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 3, Λουκ. Ἔρωσ. 19· ζωογ. παρθένον, ἐπὶ τοῦ Διὸς τεκόντος τὴν Παλλάδα ζῶσαν ἐκ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Θεῶν Διαλ. 8, Διόδ. 1. 23. - Παθ., λαμβάνω ζωήν, γεννῶμαι ζῶν, Ἀριστ. Θαυμασ. 23. 2) παρέχω ζωήν, χαρίζω εἴ τι ζωήν, τι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 15, 2. - Παθ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 294, Ἰσίδ. παρ’ Ἀθην. 93D. 3) διατηρῶ ζῶντα, ἐν τῇ ζωῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 33. - Παθ., Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 19. 4) = ζωγρέω, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. κζ΄, 11).

Greek Monotonic

ζῳογονέω: (ζωός), μέλ. -ήσω,
I. παράγω ζωντανά, γεννώ ζώα, σε Λουκ.
II. διατηρώ κάποιον στη ζωή, τον κρατώ ζωντανό, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ζῳογονέω:
1) (по)рождать живые существа (ἡ γῆ ζῳογονοῦσα Arst.): παρθένον ἔνοπλον ζ. Luc. (о Зевсе) родить деву (Афину) в полном вооружении;
2) быть плодовитым; pass. рождаться во множестве, кишеть (περὶ Θετταλίαν μνημονεύουσιν ὄφεις ζῳογονηθῆναι Arst.);
3) (о животных), быть живородящим (μάλιστα οἱ γαλεοὶ ζῳογονοῦσιν Plut.);
4) сохранять в живых (τὴν ψυχήν NT); pass. оставаться в живых NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳογονέω en ζωογονέω [ζῳογόνος] het leven geven, voortbrengen, met acc. in leven houden, redden, met acc.

Middle Liddell

ζῳογονέω, fut. -ήσω ζωός
I. to produce alive, Luc.
II. to preserve alive, NTest. [from ζῳογόνος1]

Chinese

原文音譯:zwogonšw 索哦哥尼哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:活-成為
字義溯源:使之存活,賜給生命,救活,存活;由(ζῷον)=活物)與(γίνομαι)*=成為)組成;而 (ζῷον)出自(ζάω)*=活)
出現次數:總共(3);路(1);徒(1);提前(1)
譯字彙編
1) 存活的(1) 提前6:13;
2) 存活(1) 徒7:19;
3) 必救活(1) 路17:33