διεῖδον
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
inf. διϊδεῖν, aor. 2 with no pres. in use (διοράω being used), A see thoroughly, discern (on the Homeric usage v. δια-είδω), τι Ar.Nu.168, Pl.Phdr.264c; λόγος οὐ ῥᾴδιος διϊδεῖν Id.Phd.62b. 2 see through:—Pass., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος Call.Del.191; ἀτραπὸς… διειδομένη πεδίοιο seen through or across the plain, A.R.1.546. II pf. δίοιδα, inf. διειδέναι, Ep. διίδμεναι Id.4.1360, distinguish, discern, ἀνδρῶν… τὸν κακὸν διειδέναι E.Med.518, cf. Ar.Ra.975, Pl.Phdr.262a: fut., διείσεται ἡ χείρ Orib.8.36.6; decide, S.OC295.
German (Pape)
[Seite 617] διιδεῖν, s. διοράω.
French (Bailly abrégé)
v. διοράω.
Greek (Liddell-Scott)
διεῖδον: ἀπαρ. διϊδεῖν, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶνε ἐν χρήσει τὸ διοράω· - βλέπω ἐντελῶς, διακρίνω (περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσ. τῆς λέξεως ἴδε διαείδω), τι Ἀριστοφ. Νεφ. 168, Πλάτ. Φαίδρ. 264· διιδεῖν περί τινος ὁ αὐτ. Φαίδωνι 62Β. 2) βλέπω διὰ μέσου. - Παθ., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος Καλλ. εἰς Δῆλ. 141· διειδομένη πεδίοιο, βλεπομένη διὰ μέσου τῆς πεδιάδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 546. ΙΙ. ἀπαρ. διειδέναι, Ἐπ. διίδμεναι (Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1360), γνωρίζω τὴν διαφορὰν μεταξύ…, διακρίνω, ἀνδρῶν … τὸν κακὸν διειδέναι Εὐρ. Μηδ. 518, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 975, Πλάτ. Φαίδρ. 262Α· ἀποφασίζω, Σοφ. Ο. Κ. 295. - Ὁ ποιητ. μέλλ. διείσομαι ἐν Νικ. Θ. 494, 837, ἀναφέρεται εἰς τὸ ῥῆμα δίειμι, διέρχομαι.
Greek Monotonic
διεῖδον: απαρ. -ιδεῖν, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία, το διοράω αντί αυτού χρησιμοποιείται (πρβλ. διαείδω),· διακρίνω, εξετάζω προσεκτικά, σε Αριστοφ., Πλάτ.· διιδεῖν περί τινος, στον ίδ.
II. παρακ. δίοιδα, απαρ. διειδέναι· γνωρίζω τη διαφορά μεταξύ, διαφοροποιώ, διακρίνω, ξεχωρίζω, σε Ευρ. κ.λπ.· αποφασίζω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διεῖδον: aor. 2 к διοράω.
Middle Liddell
inf. -ιδεῖν [aor2 with no pres. in use, διοράω being used instead [cf. διαείδω
I. to see thoroughly, discern, Ar., Plat.; διιδεῖν περί τινος Plat.
II. perf. δίοιδα, inf. διειδέναι to know the difference between, to distinguish, Eur., etc.: to decide, Soph.