λιστός
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
ή, όν, (λίσσομαι) to be moved by prayer, Il.9.497 (as quoted in Pl.R.364d): elsewhere only in compds. ἄλλιστος, τρίλλιστος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on fléchit par des prières.
Étymologie: λίσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λιστός: -ή, -όν, (λίσσομαι) ὃν δύναται νὰ συγκινήσῃ ἡ ἱκεσία, Ἰλ. Ι. 497 ὡς μνημονεύεται παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 364D (ἀλλὰ νῦν ἐν τῷ Ὁμηρ. στίχῳ ὑπάρχει ἀντὶ τοῦ λιστοὶ ἡ λεξ. στρεπτοί)· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέτοις ἄλλιστος, τρίλλιστος.
Greek Monolingual
λιστός, -ή, -όν (Α) λίσσομαι
αυτός που συγκινείται από τις ικεσίες.
Greek Monotonic
λιστός: -ή, -όν (λίσσομαι), αυτός ο οποίος μπορεί να συγκινηθεί από ικεσία, παρά Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
λιστός: умолимый (θεοί Hom. ap. Plat. - вм. στρεπτός).