λειόμιτος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, smoothing the warp, κάμακες AP6.247 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 24] die Fäden des Gewebes glättend, glatt machend, κάμακες, Philp. 18 (VI, 247).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tend ou aplanit les fils d'une trame.
Étymologie: λεῖος, μίτος.
Greek (Liddell-Scott)
λειόμῐτος: -ον, ὁ λειαίνων τὸ στημόνιον, κάμαξ Ἀνθ. Π. 6. 247.
Greek Monolingual
λειόμιτος, -ον (Α)
αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το στημόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + μίτος «κλωστή του στημονιού, νήμα» (πρβλ. αμφί-μιτος, λεπτό-μιτος)].
Greek Monotonic
λειόμῐτος: -ον, αυτός που ισιώνει τους μίτους του υφάσματος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λειόμῐτος: разглаживающий основу (ткани) (κάμαξ Anth.).
Middle Liddell
λειό-μῐτος, ον
smoothing the warp, Anth.