πρόθρονος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui siège en avant.
Étymologie: πρό, θρόνος.
Greek (Liddell-Scott)
πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, Ἀνθ. Π. 8. 116.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πρόεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θρόνος.
Greek Monotonic
πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πρόθρονος: ὁ председатель, глава (εὐγενέων Anth.).
Middle Liddell
πρό-θρονος, ὁ,
a president, Anth.