χλοεροτρόφος

From LSJ
Revision as of 11:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοεροτρόφος Medium diacritics: χλοεροτρόφος Low diacritics: χλοεροτρόφος Capitals: ΧΛΟΕΡΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chloerotróphos Transliteration B: chloerotrophos Transliteration C: chloerotrofos Beta Code: xloerotro/fos

English (LSJ)

ον, producing green grass, πεδίον E.Ph.826 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1359] junges Grün, grüne Kräuter nährend, hervorbringend, πεδίον Eur. Phoen. 833.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit de la verdure nouvelle, un tendre gazon.
Étymologie: χλοερός, τρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

χλοεροτρόφος: -ον, ὁ παράγων χλόην, πράσινον χόρτον, χλοεροτρόφον .. πεδίον, «βοτανοτρόφον» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 826.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βγάζει πράσινο χόρτο («χλοεροτρόφον... πεδίον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλοερός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. σταχυο-τρόφος].

Greek Monotonic

χλοεροτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που παράγει πράσινο γρασίδι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χλοεροτρόφος: производящий зелень, покрытый зеленью (πεδίον Eur.).

Middle Liddell

χλοερο-τρόφος, ον, τρέφω
producing green grass, Eur.