ἁγνόρυτος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ον, pure-flowing, ποταμός A.Pr.434(lyr.).
Spanish (DGE)
(ἁγνόρῠτος) -ον de corrientes puras ποταμός A.Pr.434.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cours limpide.
Étymologie: ἁγνός, ῥέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνόρῠτος: -ον, ὁ καθαρὰ ῥέων, ποταμός, Αἰσχ. Πέρσ. 434 (λυρ.): ποιητ. τύπος μεθ ̓ ἑνὸς ρ χάριν τοῦ μέτρου.
Greek Monotonic
ἁγνόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που έχει αγνή, καθαρή ροή ύδατος· ποταμός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἁγνόρῠτος: чисто текущий, т. е. прозрачный или священный (ποταμός Aesch.).