συγγνωμονικός

From LSJ
Revision as of 22:13, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγνωμονικός Medium diacritics: συγγνωμονικός Low diacritics: συγγνωμονικός Capitals: ΣΥΓΓΝΩΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: syngnōmonikós Transliteration B: syngnōmonikos Transliteration C: syggnomonikos Beta Code: suggnwmoniko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inclined to make allowance, indulgent, Arist.Rh.1384b3, EN1143a21. Adv. -κῶς Hierocl. in CA12p.447M. II of things, pardonable, Arist.EN 1136a5; οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. ib.1150b8. 2 pertaining to συγγνώμη 2, Hermog.Stat.5. Adv. -κῶς ib.3.

German (Pape)

[Seite 962] ή, όν, zum Verzeihen geneigt, bereit, Arist. rhet. 2, 6; – pass., dem man verzeihen kann, verzeihlich, Arist. eth eudem. 4, 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 indulgent;
2 pardonnable.
Étymologie: συγγνώμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγνωμονικός -ή -όν [συγγνώμων] van personen geneigd begrip te tonen, vergevingsgezind. van zaken waarvoor begrip wordt getoond, vergeeflijk

Russian (Dvoretsky)

συγγνωμονικός:
1) склонный прощать, снисходительный Arst.;
2) извинительный, простительный Arst.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγγνώμων, -ονος]
1. αυτός που είναι πρόθυμος στο να συγχωρεί, που του αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ συγγνωμονικός», Αριστοτ.)
2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομολογία ή σε αναίρεση
3. (για πράγμ.) άξιος συγγνώμης.
επίρρ...
συγγνωμονικῶς Α
με διάθεση για συγγνώμη.

Greek Monotonic

συγγνωμονικός: -ή, -όν,
I. αυτός που είναι πρόθυμος να παρέχει συγχώρηση, που είναι επιεικής, παραχωρητικός, ενδοτικός, σπλαχνικός, σε Αριστ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, συγχωρητέος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συγγνωμονικός: -ή, -όν, πρόθυμος εἰς τὸ παρέχειν συγγνώμην, ἀγαπῶν νὰ συγχωρῇ, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19, Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 1. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 165D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., ἄξιος συγγνώμης, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 8, 12· οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. αὐτόθι 7. 8, 6.

Middle Liddell

συγγνωμονικός, ή, όν [from συγγνώμων
I. inclined to pardon, indulgent, Arist.
II. of things, pardonable, Arist.