στέμφυλον
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
τό, (< στέμβω) mass of olives from which the oil has been pressed, olivecake, Ar. Eq. 806; mostly in plural, Hp. Acut. 64, Ar. Nu. 45 (ubi v. Sch.), Fr. 392; λιπῶσι στεμφύλοις Phryn.Com. 38, cf. Androcl. ap. Arist. Rh. 1400a13, Ath. 2.56d. pl., mass of pressed grapes, Hp. Morb. 2.69, Aff. 27 (where it seems to be a drink), Lyc. 678, PSI 6.554.20 (iii BC), PCair. Zen. 527.8 (iii BC); οἶνον ἀπὸ στεμφύλων LXX Nu. 6.4; σταφυλῆς στέμφυλα Arist. Fr. 107; in sg., Gal. 6.576. — Signf. 1 is said to be Attic by Phryn. 384.
German (Pape)
[Seite 934] τό, gew. im plur. τὰ στέμφυλα, die ausgepreßten u. ausgekernten Oliven; βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις, Ar. Nubb. 46, vgl. Equ. 803; Schol. κυρίως τὰ ἀποπιέσματα τῶν ἐλαιῶν, εὑρίσκεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν σταφυλῶν; also auch die ausgepreßten Weintrauben, Trester, in welcher Bdtg die genauern Attiker βρύτεα oder βρύτια vorzogen, vgl. Lob. zu Phryn. 405; ὄζοντα στεμφύλων, Alciphr. 3, 20.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 marc d'olives;
2 marc de raisin.
Étymologie: στέμβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στέμφυλον -ου, τό [στέμβω] meestal plur. drab, droesem (van uitgeperste olijven of druiven).
Russian (Dvoretsky)
στέμφῠλον: τό преимущ. pl. оливковые выжимки, масличный жом Arph.: σταφυλῆς στέμφυλα Arst. виноградный жом.
Greek Monotonic
στέμφῠλον: τό (στέμβω), μάζα από πολτοποιημένες ελιές, από τις οποίες εξάχθηκε με την πίεση λάδι, πολτός, αποστραγγίσματα ελιάς, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στέμφῠλον: τό, (στέμβω) ὄγκος ἐλαιῶν ἐξ ὧν ἐξεπιέσθη τὸ ἔλαιον, τὰ ἀποπιέσματα τῶν ἐλαιῶν, Λατ. fraces (ἐκ τοῦ frango), Ἀριστοφ. Ἱππ. 806· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Νεφ. 46 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἀποσπ. 345· λιπῶσι στεμφύλοις Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Ποαστρ.» 1, πρβλ. Ἀνδροκλ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 22, Ἀθήν. 56D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ὄγκος σταφυλῶν, ἐξ ὧν ἐξεπιέσθη ὁ οἶνος, «τσίπουρα», Λατ. floces, Ἱππ. 485. 39., 523. 29, Λυκόφρ. 678· σταφυλῆς στέμφυλα Ἀριστ. Ἀποσπ. 102. - Ἡ προτέρα σημασία λέγεται ὅτι εἶναι ἡ παρ’ Ἀττ., Φρύνιχ. 405.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: mass of olives from which th oil has been pressed (Ar.).
Other forms: στέμφυλα n. pl. (rarely sg.) squeezed olives or grapes, olive-, grape-mass (IA.) with στεμφυλ-ίτιδες τρύγες grape-mass for wine (Hp.), -ίς id. (Ath.), -ίας οἶνος (pap. IIIa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: The connection with σταφυλή (s.v.) is clearly correct; it shows typical Pre-Greek prenasalization. (I don't understand Chantraine's objection to the semantics.) (Not in Furnée.)
Middle Liddell
στέμφῠλον, ου, τό, στέμβω
a mass of olives from which the oil has been pressed, olive-cake, Ar.