ταμίευμα
English (LSJ)
ατος, τό, in plural, stores, supplies, DS. 3.16. = ταμίευσις (economy, fiscatio, proscriptio) 1, X. Oec. 3.15.
German (Pape)
[Seite 1066] τό, das was Einer zu verwalten hat, der Vorrath; D. Sic. 3, 16 u. a. Sp.; auch = Folgdm, δαπανᾶται τὰ πλεῖστα διὰ τῶν τῆς γυναικὸς ταμιευμάτων, Xen. Oec. 3, 15.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
répartition de la dépense du ménage, administration domestique.
Étymologie: ταμιεύω.
Russian (Dvoretsky)
ταμίευμα: ατος τό только pl.
1) запасы Diod.;
2) ведение хозяйства Xen.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰμίευμα: τό, ὅ,τι οἰκονομεῖ τις, αἱ τροφαί, ζωοτροφίαι, Διόδ. 3. 16. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ξεν. Οἰκ. 3, 15.
Greek Monolingual
το, ΝΑ ταμιεύω
νεοελλ.
ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο
αρχ.
1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη
2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῖστα», Ξεν.).
Greek Monotonic
τᾰμίευμα: -ατος, τό, = ταμιεία, σε Ξεν.
Middle Liddell
τᾰμίευμα, ατος, τό, = ταμιεία, Xen.]