ἀμήνιτος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον, (μηνίω) not angry, Hdt.9.94; βάξις A.Supp.975; χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς Id.Ag.649. Adv. -τως ib.1036.
Spanish (DGE)
(ἀμήνῑτος) -ον
I 1no resentido, no airado, βάξις A.Supp.975, ἔφη ... <ἂν> ἀμήνιτος εἶναι Hdt.9.94, θεός Plu.2.413d, τὸ δαιμόνιον Plu.2.578a, cf. PMag.7.572, διαφυλάττων ... ἵλεω καὶ ἀμήνιτον ἐμαυτόν Plu.2.464c, παρέξεις ἄθυμον καὶ ἀμήνιτον σεαυτόν Plu.2.90d, cf. 2.167d, 741a.
2 no producido por ira o resentimiento λέγων χειμῶν' Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτον θεοῖς contando el temporal de los aqueos, en que no estuvo ausente la ira de los dioses A.A.649.
II adv. -ως sin ira, sin resentimiento σ' ἔθηκε Ζεὺς ἀ. A.A.1036, cf. Achae.15, Plu.2.95d, Hsch.
German (Pape)
[Seite 123] dasselbe, Her. 9. 94; bes. von den Göttern, Plut., neben εὐμενής; bei Aesch. ist βάξις ἀμ., Suppl. 953, nicht Zorn veranlassend; aber χειμὼν οὐκ ἀμ. θεοῖς, der durch der Götter Zorn veranlaßte Sturm. – Adv. -τως, Ag. 1006, zornlos.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non inspiré, non causé par le ressentiment;
2 sans ressentiment;
II. qui ne cause pas de ressentiment, qui n’irrite pas.
Étymologie: ἀ, μηνίω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμήνιτος: не гневный, благосклонный, кроткий (βάξις Aesch.; τὸ δαιμόνιον Plut.): χειμὼν Ἀχαιοῖς οὐκ ἀ. θεῶν Aesch. буря, ниспосланная на ахейцев гневом богов; ἔφη τοῦ λοιποῦ ἀ. εἶναι Her. он сказал, что впредь гневаться не будет.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμήνῑτος: -ον, (μηνίω) ὁ μὴ ὢν ὠργισμένος ἢ ὀργίλος, Ἡρόδ. 9. 94· βάξις Αἰσχύλ. Ἱκ. 975· χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς = ἐπέμφθη κατ’ αὐτῶν οὐχὶ ἄλλως, εἰμὴ ἕνεκα τῆς ἰδιαιτέρας ὀργῆς τῶν θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 649 (ἔνθα ὁ Dobree διώρθωσεν Ἀχαιοῖς οὐκ ἀμήνιτος θεῶν). ― Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 1034.
Greek Monolingual
ἀμήνιτος, -ον (Α)
ο μη οργισμένος ή μη οργίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μηνίω «είμαι οργισμένος»].
Greek Monotonic
ἀμήνῑτος: -ον (μηνίω), χωρίς οργή ή θυμό, σε Ηρόδ.· χειμὼν οὐκ ἀμήνιτας θεοῖς, σταλμένος όχι από την ιδιαίτερη μήνι των ουρανίων, σε Αισχύλ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
Middle Liddell
μηνίω
not angry or wrathful, Hdt.; χειμὼν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς sent not but by the special wrath of heaven, Aesch.:—adv. -τως, Hdt.