ἐπιχρονίζω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
last long, Thphr.Ign.61; ὅταν [τὸ θερμὸν] -χρονίσῃ Arist.Pr.936a20; ἐπικεχρονικός inveterate, chronic, Gal.11.103:— Pass., ἀὴρ -όμενος ψυχθείς when cooled in course of time, Arist.Pr. 942a33.
German (Pape)
[Seite 1005] lange Zeit dabei zubringen, dauern, Theophr. u. a. Sp. – Med. ἐπιχρονιζόμενος, im Ggstz von ἀρχόμενος, Arist. probl. 26, 19.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχρονίζω: тж. med. долго продолжаться, длиться Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρονίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, διαρκῶ ἐπὶ πολύ, ὅταν (τὸ θερμὸν) ἐπιχρνίσῃ Ἀριστ. Πρβλ. 24. 2· ἐπικεχρονικὸς οἴδημα, παλαιόν, ἐκ πολλοῦ, χρόνιον, Γαλην.: - ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ., ἐπιχρονιζόμενος δὲ (ὁ νότος) ψυχθεὶς συνίσταται μᾶλλον εἰς ὕδωρ Ἀριστ. Πρβλ. 26. 19.
Greek Monolingual
ἐπιχρονίζω (Α)
διαρκώ πολύ («ὅταν [τὸ θερμὸν] ἐπιχρονίσῃ», Αριστοτ.)
2. (για ασθένεια) γίνομαι χρόνιος
3. παθ. ἐπιχρονίζομαι
φρ. «ἀὴρ ἐπιχρονιζόμενος ψυχθείς» — αέρας που κρυώνει όσο περνάει η ώρα, (Αριστοτ.).