κάθαρση

From LSJ
Revision as of 08:09, 4 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

η (AM κάθαρσις, Α και κόθαρσις) καθαίρω
1. καθαρμός από ενοχή ή μίασμα, ηθικός εξαγνισμός, τρόπος εξιλασμού από κάτι («ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ κάθαρσις τοῖσι Λυδοῖσι καὶ τοῖσι Ἕλλησι», Ηρόδ.)
2. (στη δραματική τέχνη) η διέγερση αισθήματος οίκτου και ελέους στους θεατές με τα παθήματα του ήρωα τα οποία εξιστορούνται στην τραγωδία («δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», Αριστοτ.)
3. η αποβολή βλαβερών χυμών και περιττών ουσιών από τον οργανισμό, φυσική ή με φάρμακα, σωματική κένωση
νεοελλ.
1. ο καθαρισμός ενός πράγματος από ξένες και περιττές ουσίες
2. η εκκαθάριση («η κάθαρση της κρατικής μηχανής από τους νοσταλγούς της ανωμαλίας»)
αρχ.
1. (στον Πλάτ.) λύτρωση, χωρισμός της ψυχής από το σώμα («κὰθαρσις δὲ... τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
2. το κλάδεμα τών δέντρων
3. ο καθαρισμός, το κοσκίνισμα του σίτου
4. ο καθαρισμός της γης
4. αποσαφήνιση, διευκρίνηση.

Translations

purification

Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: purification; Galician: purificación; German: Reinigung; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: εξαγνισμός, κάθαρση, καθαρμός; Ancient Greek: κάθαρσις; Japanese: 浄化; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی‎, تخلیص‎, پالایش‎, پازش‎; Polish: oczyszczenie; Portuguese: purificação; Romanian: purificare, curățire; Russian: очистка, очищение; Spanish: fundición, purificación, limpia; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas