καβάλλης

From LSJ
Revision as of 07:56, 18 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰβάλλης Medium diacritics: καβάλλης Low diacritics: καβάλλης Capitals: ΚΑΒΑΛΛΗΣ
Transliteration A: kabállēs Transliteration B: kaballēs Transliteration C: kavallis Beta Code: kaba/llhs

English (LSJ)

ου, ὁ, nag, Lat. caballus, Plu.2.828e;= ἐργάτης ἵππος, Hsch.:—hence καβαλλαρικός, καβαλλαρική, καβαλλαρικόν, of a horse or for a horse, μύλος Edict.Diocl.15.52; τάπης 19.22: καβαλλάτιον, τό,= κυνόγλωσσον, Ps.Dsc. 4.127.

German (Pape)

[Seite 1278] ὁ, ein Gaul, Klepper; Antp. Sid. 2 (IX, 241); Hesych. erkl. ἐργάτης ἵππος; Plut. de aer. al. vit. 3 ὄνῳ τινὶ τῷ τυχόντι καὶ καβάλλῃ χρώμενος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cheval de travail, rosse, animal.
Étymologie: καταβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰβάλλης: ου ὁ (рабочая) лошадь Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰβάλλης: -ου, ὁ, ἐργάτης καὶ ἀχθοφόρος ἵππος, Λατ. caballus, Γερμ. Gaul, Πλούτ. 2. 828Ε· - ἐντεῦθεν καβαλλάριος, ὁ ἱππεύς, Προκ. ΙΙ. 289, 20, ὡς κύριον ὄνομ. Εὐάγρ. 2873Β, Ἰωάνν. Μόσχ. 2925Β, κλ.· - καβαλλαρικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἱππικόν, ἱππικός, Θεοφαν. 557. 8, Λέοντ. Τακτ. 6. 2., 18 82, 10. - ὡς οὐσ. τὸ καβαλλαρικόν = τὸ ἱππικόν, ἡ ἵππος. Θεοφαν. 548. 19, κλ.

Greek Monolingual

καβάλλης, ὁ (Α)
άλογο που χρησιμοποιείται για μεταφορές και άλλες εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Προέρχεται πιθ. από μια ασιατική ή μικρασιατική λ. που διατηρήθηκε και σε άλλες γλώσσες ως δάνειο (πρβλ. λατ. caballus, αρχ. σλαβ. kobyla, τουρκ. kaval, αρχ. περσ. kaval). Κατ' άλλους, ο τ. καβάλλης προέρχεται από το λατ. caballus (βλ. και λ. άλογο)].

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: working-horse, ἐργάτης ἵππος (Plu., AP, H.).
Derivatives: - καβάλλ(ε)ιον n. id. (inscr. Callatis, H.), also metaph. = ἡ πρώτη τοῦ τρικλίνου κλίνη διὰ τὸ ἀνάκλιτον H. Further καβαλλάτιον (< Lat. *caballatium) plant name, = κυνόγλωσσον (Ps.-Dsc.; cf. the plant names in ἱππο-, Strömberg 30); καβαλλάριος (Teukros Astrol.) = Lat. caballārius groom (Gloss.), with καβαλλαρικός (μύλος, τάπης Edict. Diocl.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: The PN Καβαλλᾶς (IVth cent., Rev. Arch. 1925, I 259) shows that the word is old in Greek. Like Lat. caballus, Welsh EN Caballos καβάλλης (-ης techical and popular, Chantraine Formation 30f.) is an Asiatic loan (Wanderwort), perhaps like Wallach a. o. orig. an ethnic); cf. Turc. käväl adjunct of at horse, Pers. kaval second class horse of mixed blood. Further OCS. Russ. kobýla mare and acc. to Nehring (s. u.) Skt. kapala- as adjunt of a camel(?). Connection with the Anat. peoples name Καβαλεῖς (Καβηλέες Hdt.) is uncertain, as is κάβηλος, κάληβος ἀπεσκολυμμένος τὸ αἰδοῖον H. (cf. on βάκηλος). For Lat. cabo, caballus one has suggested Etruscan origin. - Nehring Sprache 1, 164ff.; also W.-Hofmann s. caballus (with Nachtr. 853) and Vasmer Russ. et. Wb. s. kobýla; also Belardi Doxa 3, 208.

Frisk Etymology German

καβάλλης: -ου
{kabállēs}
Grammar: m.
Meaning: Arbeitspferd, ἐργάτης ἵππος (Plu., AP, H.).
Derivative: Davon καβάλλ(ε)ιον n. ib. (Inschr. Kallatis, H.), auch übertr. = ἡ πρώτη τοῦ τρικλίνου κλίνη· διὰ τὸ ἀνάκλιτον H. Ferner καβαλλάτιον (< lat. *caballatium) Pflanzenname, = κυνόγλωσσον (Ps.-Dsk.; vgl. die Pflanzennamen auf ἱππο- bei Strömberg 30); καβαλλάριος (Teukros Astrol.) = lat. caballārius Pferdeknecht (Gloss.), mit καβαλλαρικός (μύλος, τάπης Edict. Diocl.) auf καβάλλης bezogen.
Etymology: Wie lat. caballus, gall. EN Caballos ist καβάλλης (-ης technisch und volkstümlich, Chantraine Formation 30f.) ein asiatisches Wanderwort (viell. wie Wallach u. a. urspr. Ethnikon); vgl. zunächst türk. käväl Beiw. von at Pferd, pers. kaval mischblütiges, zweitklassiges Pferd. In Betracht kommen noch aksl. russ. kobýla Stute und nach Nehring (s. u.) aind. kapala- als Beiw. des Kamels (?). Ob weiterer Zusammenhang mit dem kleinasiat. Volksnamen Καβαλεῖς (Καβηλέες Hdt.) besteht, muß bei unserer mangelnden Kenntnis der historischen und ethnischen Tatsachen eine offene Frage bleiben, ebenso die Zugehörigkeit von κάβηλος, κάληβος· ἀπεσκολυμμένος τὸ αἰδοῖον H. (vgl. zu βάκηλος). — Nehring Sprache 1, 164ff.; außerdem W.-Hofmann s. caballus (mit Nachtr. 853) und Vasmer Russ. et. Wb. s. kobýla mit weiteren Formen und reicher Lit.; dazu noch Belardi Doxa 3, 208.
Page 1,749-750