ἀποκλάω

From LSJ
Revision as of 08:25, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκλάω Medium diacritics: ἀποκλάω Low diacritics: αποκλάω Capitals: ΑΠΟΚΛΑΩ
Transliteration A: apokláō Transliteration B: apoklaō Transliteration C: apoklao Beta Code: a)pokla/w

English (LSJ)

A break off, τὸ κέρας Str.10.2.19: aor. 2 part. ἀποκλάς Anacr.17:—Med., AP7.506 (Leon.):—Pass., σὺν ἱστίῳ . . ἄρμεν' ἀποκλασθέντα Theoc.22.14. 2 dress vines, Ar.Fr.109 (unless from ἀπ-οκλάζω (B), q.v.). 3 dub. sens. in Hp.Off.14 (s.v.l.).
ἀποκλάω [ᾱ], v. sub ἀποκλαίω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. ἀποκλάς Anacr.93.1]
1 quebrar, partir, romper ἰτρίου λεπτοῦ μικρὸν ἀποκλάς Anacr.l.c., τὸ κέρας Str.10.2.19, κλάδου ... ἀποκλωμένου Posidon.241, ἄκρα κορύμβου Nonn.D.12.343, ἥμισυ δὲ πρίστις ἀπεκλάσατο AP 7.506 (Leon.)
en v. pas. χηνίσκον ἀποκεκλασμένον ID 366A.52 (III a.C.), cf. IG 11(2).161B.19 (Delos III a.C.), σὺν ἰστίῳ ἄρμενα πάντα ... ἀποκλασθέντα Theoc.22.14.
2 en v. med. curvarse (sc. σκέλος) ἀποκλᾶται Hp.Off.14.
v. ἀποκλαίω.

German (Pape)

[Seite 307] att. Form für ἀποκλαίω. (s. κλάω), abbrechen, Sp.; dav. ἀποκλάς für ἀποκλάσας Anacr. frg. 16 bei Ath. XI, 472 e, was Andere für subst. = ἀπόκλασμα nehmen.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
briser.
Étymologie: ἀπό, κλάω².
2att. c. ἀποκλαίω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκλάω:
I
1 отламывать, ломать (Anacr.; med. Anth.; ἄρμενα ἀποκλασθέντα Theocr.; ὁ φοίνιξ ὑπὸ τῶν πνευμάτων ἀποκλασθείς Plut.),;
2 подрезывать виноградные лозы Arph.
II атт. = ἀποκλαίω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκλάω: μέλλ. -άσω, ἀποθραύω, σπάνω τι ἀπό τινος, τὸ κέρας Στράβ. 458· ― μετοχ. ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ἀποκλὰς Ἀνακρ. Ἀποσπ. 16: ― Μέσ., Ἀνθ. Π. 7. 506: ― Παθ., σὺν ἱστίῳ ἄρμενα... ἀποκλασθέντα Θεόκρ. 22. 14. 2) κλαδεύω ἀμπέλους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163.

Greek Monolingual

(I)
ἀποκλάω αττ. (Α)
βλ. αποκλαίω.
(II)
ἀποκλάω (Α)
σπάω, τσακίζω.

Greek Monotonic

ἀποκλάω: Αττ. αντί ἀπο-κλαίω.
ἀποκλάω: μέλ. -κλάσω [ᾰ], σπάζω, αποσπώ κάτι από κάτι άλλο — Μέσ., σε Ανθ. — Παθ. μτχ. αορ. αʹ ἀποκλασθέντα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


to break off:— Mid., Anth.: —Pass., aor1 part. ἀποκλασθέντα Theocr.