ἀθιγής
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ές, (θιγεῖν) A untouched, Theopomp.Hist.76; of a virgin, Epigr.Gr.521 (Thessalonica). 2 intangible, S.E.M.9.281. II Act., not having touched, νεκροῦ Porph. ap. Eus.PE5.10.
Spanish (DGE)
-ές
I 1intacto κρέα Theopomp.Hist.76, cf. Sch.Theoc.1.60
•de un varón SEG 39.583 (Macedonia, imper.), de la Virgen, Ath.Al.M.26.1097C.
2 intangible τὸ ἀσώματον S.E.M.9.281.
3 que no ha tocado c. gen. νεκροῦ Porph.Ep.Aneb.2.8.
II adv. -ῶς sin contacto, sin ser afectado por contacto Ath.Al.M.26.1128A, 1136C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non touché, vierge;
2 que l'on ne peut toucher.
Étymologie: ἀ, θιγεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῐγής:
1 неосязаемый (τὸ ἀσώματον Sext.);
2 нетронутый, непорочный (sc. παρθένος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῐγής: -ές, (θιγεῖν), ἄθικτος, ἄψαυστος, Θεόπομπ. Ἱστορικὸς 79· ἐπὶ παρθένου, Ἀνθ. Π. παραρτ. 248. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ ἢ ἐγγίςῃ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 281.
Greek Monotonic
ἀθῐγής: -ές (θιγγάνω), άθικτος, ανέπαφος, λέγεται για παρθένο κόρη, σε Ανθ.
Middle Liddell
θιγγάνω
untouched, of a virgin, Anth.
German (Pape)
ές, unberührt, Sp.