δειλαίνω

From LSJ
Revision as of 19:38, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(Moy.<\/b><\/i> )(.*?μαι) " to "$1$2 ")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλαίνω Medium diacritics: δειλαίνω Low diacritics: δειλαίνω Capitals: ΔΕΙΛΑΙΝΩ
Transliteration A: deilaínō Transliteration B: deilainō Transliteration C: deilaino Beta Code: deilai/nw

English (LSJ)

to be a coward or cowardly, Arist.EN1107a18, 1137a22, Plot.1.4.15:—Med., Luc.Ocyp.153, Pteb.58.27:—Pass., aor.δειλανθείς· κλεφθείς, ἀπατηθείς, Hsch.; δειλάσαι· δειλιάσαι, Id.

Spanish (DGE)

I intr.
1 en v. act. ser cobarde, obrar con cobardía τὸ δειλαίνειν καὶ τὸ ἀδικεῖν οὐ τὸ ταῦτα ποιεῖν ἐστίν Arist.EN 1137a22, cf. 1107a18, op. ἀνδρίζεσθαι Chrysipp.Stoic.3.58, Plu.2.1047a, Hsch., περί τινα Plot.1.4.15.
2 en v. med.-pas. asustarse, acobardarse, PTeb.58.27 (II a.C.), ἐὰν δὲ δειλανθῇ si se asusta LXX 1Ma.5.41, (θηρία) δειλαινόμενα fieras que se acobardan Ign.Rom.5.2, cf. Pall.H.Laus.35.8, Melit.Fr.Pap.p.59.
3 δειλανθείς· κλεφθείς. ἀπατηθείς Hsch.
II tr.
1 temer μηδὲν δειλαινόμενος Herm.Sim.9.1.3, c. inf. δειλαίνομαι δὲ πολλὰ μεταστῆσαι πόδα Luc.Ocyp.153.
2 c. ac. de pers. asustar, aterrar δαίμων ... ἐβούλετο ἐκφοβῆσαι καὶ δειλαίνειν τὴν Χανθίππην A.Xanthipp.21, cf. 14.
• Etimología: Factitivo sobre δειλός q.u.

German (Pape)

[Seite 536] zagen, feige sein, Arist. Eth. 2, 6. 5, 13 u. Sp., die auch das med. haben, Luc. Ocyp. 153; Aesop.

French (Bailly abrégé)

être peureux, être lâche;
Moy. δειλαίνομαι m. sign.
Étymologie: δειλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειλαίνω [δειλός] ook med. laf zijn.

Russian (Dvoretsky)

δειλαίνω:
1 быть робким Arst., Plut.;
2 med. бояться (ποιεῖν τι Luc.).

Greek Monotonic

δειλαίνω: (δείλος), είμαι δειλός ή άνανδρος, μικρόψυχος, δειλιάζω, λιποψυχώ, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

δειλαίνω: εἶμαι δειλός, ἄνανδρος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 19., 5. 9, 16· – ὡσαύτως ὡς ἀποθ., Λουκ. Ὠκυπ. 153.

Middle Liddell

[δείλος]
to be a coward or cowardly, Arist.