γυμνότης

From LSJ
Revision as of 13:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνότης Medium diacritics: γυμνότης Low diacritics: γυμνότης Capitals: ΓΥΜΝΟΤΗΣ
Transliteration A: gymnótēs Transliteration B: gymnotēs Transliteration C: gymnotis Beta Code: gumno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A nakedness, LXX De.28.48,Ep.Rom.8.35,M.Ant. 10.27; γ.ψυχική Ph.1.77. 2 bare statement, τῶν προτάσεων D.H. Rh.10.6.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 desnudez γ. καὶ ὅλου καὶ μέρεος Hp.Alim.16, διὰ γυμνότητα καὶ κρύος οὐ προθυμουμένων Polyaen.3.9.34, ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου Apoc.3.18, cf. Corn.ND 30, Diodor.T.Gen.M.33.1568C, rel. la pobreza ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει καὶ ἐν γυμνότητι LXX De.28.48, cf. Ep.Rom.8.35, 2Ep.Cor.11.27
fig. ref. la sencillez o la pureza ἵν' ὑπομιμνῃσκώμεθα ... τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γυμνότητος M.Ant.11.27, sent. espiritual Ἰακὼβ γυμνότητος ἐρᾷ ψυχικῆς Ph.1.77.
2 ret. concisión, parquedad, falta de adornos μία ... ἀτεχνία ἡ τῶν προτάσεων γ. D.H.Rh.10.6.

German (Pape)

[Seite 510] ητος, ἡ, Nacktheit, Dürftigkeit, N. T.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
nudité.
Étymologie: γυμνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνότης -ητος, ἡ [γυμνός] naaktheid.

Russian (Dvoretsky)

γυμνότης: ητος ἡ нагота (ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι NT).

English (Strong)

from γυμνός; nudity (absolute or comparative): nakedness.

English (Thayer)

γυμνότητός, ἡ (γυμνός), nakedness: of the body, αἰσχύνη, 3); used of want of clothing, Antoninus 11,27.)

Greek Monotonic

γυμνότης: -ητος, ἡ (γυμνός), γύμνια, γυμνότητα, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

γυμνότης: -ητος, ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ γυμνοῦ, Ἑβδ. (Δευτ. κη΄48), Κ.Δ.

Middle Liddell

γυμνός
nakedness, NTest.

Chinese

原文音譯:gumnÒthj 錦挪帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:赤裸的 相當於: (עֵירֹם‎)
字義溯源:赤身,赤貧,穿著不足的,赤身露體;源自(γυμνός)*=赤裸的)
出現次數:總共(3);羅(1);林後(1);啓(1)
譯字彙編
1) 赤身露體(2) 羅8:35; 林後11:27;
2) 赤身(1) 啓3:18

French (New Testament)

dénuement