ἀελλής

From LSJ
Revision as of 13:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀελλής Medium diacritics: ἀελλής Low diacritics: αελλής Capitals: ΑΕΛΛΗΣ
Transliteration A: aellḗs Transliteration B: aellēs Transliteration C: aellis Beta Code: a)ellh/s

English (LSJ)

κονίσαλος eddying dust, Il. 3.13. (Perh. rather ἀελλῆς, contr. for -ήεις.)

Spanish (DGE)

-ές arremolinado κονίσαλος Il.3.13.

German (Pape)

[Seite 41] Hom. einmal, Iliad. 3, 13 τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὤρνυτ' ἀελλής ἐρχομένων; Schol. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οὐ λέγει ὑπὸ ποδῶν ἀέλλης, ἀλλὰ κονίσαλος ἀελλής, ἀελλώδης. Neuere schreiben ἀελλῇς = ἀελλήεις.

French (Bailly abrégé)

adj. m.
seul. nom.
ἀελλὴς κονίσαλος IL nuage de poussière qui tourbillonne.
Étymologie: ἀ prosthét., εἵλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀελλής -ές [~ ἀολλής dicht.

Russian (Dvoretsky)

ἀελλής: οῦ adj. m крутящийся вихрем (κονίσαλος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀελλής: κονίσαλος, ὁ, ἐν Ἰλ. Γ. 13 περιδινούμενος κονιορτός, δίνη κονιορτοῦ ― δὲν εὑρίσκεται ἀλλαχοῦ· ὁ Βουττμ. Δ. Γρ. § 41 Ann. 15, n., προτείνει νὰ γραφῇ ἀελλῇς, συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀελλήεις· πρβλ. Spitzn. ἐν τόπῳ (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε εἴλω).

English (Autenrieth)

ές (εἴλω): dense; κονίσαλος, Il. 3.13.

Greek Monotonic

ἀελλής: -ές (ἄελλα), στροβιλιζόμενος, περιδινούμενος, αυτός που στριφογυρίζει, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀέλλα eddying, Il.