ζῳδιακός

From LSJ
Revision as of 11:13, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳδιᾰκός Medium diacritics: ζῳδιακός Low diacritics: ζωδιακός Capitals: ΖΩΔΙΑΚΟΣ
Transliteration A: zōidiakós Transliteration B: zōdiakos Transliteration C: zodiakos Beta Code: zw|diako/s

English (LSJ)

ή, όν, (ζῴδιον) of or for ζῴδια, ζῳδιακός (with or without κύκλος), ὁ, the Zodiac, Eudem. ap. Theo Sm.p.198H., Phld.Mus.p.100 K., Cleom.1.4, al., D.S.2.31, etc.; also ἡ ζῳδιακή (sc. ὁδός) Man.4.168. Adv. -κῶς Ptol.Tetr.198, Vett.Val.22.12, PMich.in Class.Phil. 22.13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les constellations d'animaux : ζῳδιακὸς κύκλος PLUT le zodiaque.
Étymologie: ζῴδιον.

Russian (Dvoretsky)

ζῳδιακός: ζῴδιον звериный, астр. зодиакальный: ζ. κύκλος Diod., Plut. зодиак.
II ὁ (sc. κύκλος) зодиак Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳδιακός: -ή, -όν, (ζῴδιον) ὁ ἀνήκων εἰς ζῷα· ζῳδιακὸς (ἐνν. κύκλος), ὁ, Εὔδημ. παρὰ Θέωνι Σμυρν. π. Ἀστρ. 40, Κλεομήδ. 1. 2, Στοβ. Ἐκλ. 1. 512· καλούμενος ὁ κύκλος ὁ τῶν ζῳδίων Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 7· ἢ ὁ τῶν ζῳδίων κ. αὐτόθι 1. 8, 3 καὶ 4· ὡσαύτως ἡ ζῳδιακὴ (ἐνν. ὁδὸς) Μανέθων 4. 168.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζῳδιακός, -ή, -όν) ζῴδιον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώδια
νεοελλ.
αστρον. φρ. α) «ζωδιακός κύκλος» — ουράνια ζώνη πλάτους 17° που διαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα ζώδια, και εκτείνεται εκατέρωθεν της εκλειπτικής, μέσα στην οποία βρίσκονται πάντοτε κινούμενοι ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήτες
β) «ζωδιακό φως» — κώνος αμυδρού φωτός που παρατηρείται στα εύκρατα κλίματα κατά την περίοδο τών ισημεριών μετά το λυκόφως και πριν από το λυκαυγές.
επίρρ...
ζῳδιακῶς (Α)
από ζωδιακή άποψη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳδιακός -οῦ, ὁ [ζῴδιον] Dierenriem, Zodiac.

Mantoulidis Etymological

(=πού ἀνήκει στά ζῷα) Ἀπό τό ζῴδιον (ὑποκορ. τοῦ ζῷον → μικρό ζώο). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ζωή.

German (Pape)

κύκλος (ζῳδιακή, sc. ὁδός, Maneth. 4.168), Tierkreis, Sp.