περιποτάομαι
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
poet. for περιπέτομαι, hover about, τὰ δ' ἀεὶ ζῶντα (sc. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται S. OT482 (lyr.): c. acc., Hld.2.22.
German (Pape)
[Seite 589] poet. statt περιπέτομαι, herumfliegen, umflattern, Soph. O. R. 482.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
c. περιπέτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ποτάομαι vliegen rondom.
Russian (Dvoretsky)
περιποτάομαι: летать вокруг, облетать (τι Soph.).
Greek Monotonic
περιποτάομαι: ποιητ. αντί -πέτομαι, πετώ ολόγυρα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περιποτάομαι: ποιητ. ἀντὶ περιπέτομαι, περιίπταμαι, πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.