ἀκομιστία

From LSJ
Revision as of 12:46, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκομιστία Medium diacritics: ἀκομιστία Low diacritics: ακομιστία Capitals: ΑΚΟΜΙΣΤΙΑ
Transliteration A: akomistía Transliteration B: akomistia Transliteration C: akomistia Beta Code: a)komisti/a

English (LSJ)

Ep. ἀκομιστίη [ῑ], ἡ, lack of tending or care, Od.21.284, Them.Or.22.274a, Max.Tyr.34.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -ίη
1 falta de atenciones μοι ὄλεσσεν ἄλη τ' ἀ. τε Od.21.284, cf. Them.Or.22.274a.
2 plu. desaliño αἱ διὰ πένθη ἀκομιστίαι el desaliño producido por el dolor Max.Tyr.28.2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incurie, négligence.
Étymologie: , κομίζω.

German (Pape)

ἡ, Mangel an Pflege, Hom. einmal, Od. 21.284; Themist.

Russian (Dvoretsky)

ἀκομιστία: ион. ἀκομιστίη ἡ отсутствие ухода, беспризорность (ἄλη τ᾽ ἀ. τε Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκομιστία: Ἐπ. -ίη [ῑ], ἡ, ἔλλειψις ἐπιμελείας ἢ περιποιήσεως, Ὀδ. Φ. 384, Θεμίστ.

Greek Monolingual

ἀκομιστία, η (Α) ἀκόμιστος
έλλειψη φροντίδας ή περιποίησης.

Greek Monotonic

ἀκομιστία: Επικ. -ίη[ῑ], , έλλειψη επιμέλειας ή περιποίησης, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[from ἀκόμιστος
want of tending or care, Od.