ἀμφίπλεκτος
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ον, intertwined, S.Tr.520 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que se entrelaza κλίμακες de llaves de lucha, S.Tr.520, cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(lutte) où les adversaires s'enlacent entre eux.
Étymologie: ἀμφί, πλέκω.
German (Pape)
κλίμακες, Soph. Tr. 517, eine Art Ringkampf, wobei sich die Ringer gegenseitig umfaßten.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίπλεκτος: обвитый, взаимно переплетенный (κλίμακες Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίπλεκτος: -ον, περιπεπλεγμένος, Σοφ. Τρ. 520· πρβλ. κλῖμαξ.
Greek Monolingual
ἀμφίπλεκτος, -ον (Α) ἀμφιπλέκω
ο πλεγμένος ολόγυρα.
Greek Monotonic
ἀμφίπλεκτος: -ον, περιπεπλεγμένος, σε Σοφ.· πρβλ. κλῖμαξ.
Middle Liddell
intertwined, Soph.; cf. κλῖμαξ.