προσκαταλείπω

From LSJ
Revision as of 12:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταλείπω Medium diacritics: προσκαταλείπω Low diacritics: προσκαταλείπω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΛΕΙΠΩ
Transliteration A: proskataleípō Transliteration B: proskataleipō Transliteration C: proskataleipo Beta Code: proskatalei/pw

English (LSJ)

A leave besides as a legacy, ἀρχήν τινι Th.2.36: also, leave or lose besides, τὰ αὑτῶν Id.4.62; σχολήν Plu.2.840e. II leave over, of surplus material, LXX Ex.36.7; leave behind, in dissection or operations, Heliod. ap. Orib.50.48.5, Gal.2.531: generally, leave behind one, τὸ ἱμάτιον J.AJ2.4.5.

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu, dabei zurück, übrig lassen, Thuc. 2, 36. 4, 62 u. Sp., wie Philo.

French (Bailly abrégé)

laisser en outre.
Étymologie: πρός, καταλείπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-καταλείπω nog extra verliezen, erbij verliezen:. προσκαταλιπεῖν τὰ αὑτῶν hun eigen macht ook nog verliezen Thuc. 4.62.3. (ook nog) nalaten, (erbij) nalaten, (meer) nalaten:. ὅσην ἔχομεν ἀρχήν... ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον zij hebben aan ons, de huidige generatie, meer nagelaten, namelijk de hele macht die wij nu bezitten Thuc. 2.36.2.

Russian (Dvoretsky)

προσκαταλείπω:
1 сверх того оставлять (ἀρχήν τινι Thuc.);
2 сверх того терять (τὰ αὑτῶν Thuc.).

Greek Monolingual

Α καταλείπω
1. αφήνω επί πλέον ως κληρονομιάἀρχήν... προσκατέλιπον», Θουκ.)
2. εγκαταλείπω, αφήνω ή χάνω επί πλέον («προσκαταλείπειν σχολήν», Πλούτ.)
3. αφήνω περίσσευμα
4. αφήνω κάτι πίσω μου.

Greek Monotonic

προσκαταλείπω: μέλ. -ψω,
I. αφήνω επιπλέον ως κληρονομιά, κληροδοτώ, ἀρχήν τινι, σε Θουκ.
II. εγκαταλείπω ή χάνω επιπλέον, τὰ αὐτῶν, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταλείπω: καταλείπω προσέτι εἰς κληρονομίαν, ἀρχήν τινι Θουκ. 2. 86· ὡσαύτως, ἐγκαταλείπω ἢ χάνω προσέτι, τὰ αὑτῶν ὁ αὐτ. 4. 62· σχολὴν Πλουτ. 2. 840Ε.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to leave besides as a legacy, ἀρχήν τινι Thuc.
II. to lose besides, τὰ αὑτῶν Thuc.