μεγακλεής

From LSJ
Revision as of 14:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰκλεής Medium diacritics: μεγακλεής Low diacritics: μεγακλεής Capitals: ΜΕΓΑΚΛΕΗΣ
Transliteration A: megakleḗs Transliteration B: megakleēs Transliteration C: megakleis Beta Code: megakleh/s

English (LSJ)

ές, A very famous, acc. (as if from μεγακλής) μεγακλέᾰ Opp.C.2.4. II parox. Μεγακλέης as pr. n.

German (Pape)

[Seite 104] ές, hochberühmt, μεγακλέα δήνεα, Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. εὐκλεής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très illustre.
Étymologie: μέγας, κλέος.

Russian (Dvoretsky)

μεγακλεής: 2, gen. έος многославный, славнейший Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μεγακλεής: -ές, λίαν ἔνδοξος, κλινόμενον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (ὡς ἐκ τοῦ μεγακλής), μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα Ὀππ. Κ. 2. 4, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 36, 43, 93, 99, 116, 143. II. παροξ. Μεγακλέης κύρ. ὄνομα ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν.

Greek Monolingual

μεγακλεής, -ές (ΑM)
αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. αγακλεής, δυσκλεής].

Greek Monotonic

μεγακλεής: -ές, πολύ διάσημος, δημοφιλής, το οποίο κλίνεται (όπως αν προερχόταν από το μεγακλής), μεγακλέος, -έϊ, -έα, -έες, -έα, σε Ανθ.

Middle Liddell

μεγα-κλεής, ές
very famous, declined (as if from μεγακλήσ) μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα, Anth.