πειρά
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ἡ, sharp point, κοπάνων A. Ch. 860 (anap.).
German (Pape)
[Seite 545] ἡ, Spitze, Schärfe, μιανθεῖσαι πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων, Aesch. Ch. 847, Schol. αἱ ἀκμαὶ τῶν ξιφῶν.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
pointe d'épée.
Étymologie: R. Περ, percer ; cf. πείρω, πόρπη, περόνη.
Greek Monolingual
ή, Α πείρω
(ποιητ. τ.) οξεία ακμή, κόψη, αιχμή («πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων», Αισχύλ.).
Russian (Dvoretsky)
πειρά: ᾶς ἡ острие, кончик (κοπάνων Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειρά -ᾶς, ἡ [πείρω] scherpe punt.