πολυπινής

From LSJ
Revision as of 14:29, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπῐνής Medium diacritics: πολυπινής Low diacritics: πολυπινής Capitals: ΠΟΛΥΠΙΝΗΣ
Transliteration A: polypinḗs Transliteration B: polypinēs Transliteration C: polypinis Beta Code: polupinh/s

English (LSJ)

ές, (πίνος) very squalid, κάρα E.Rh.716 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] ές, sehr schmutzig, Eur. Rhes. 716.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très sale.
Étymologie: πολύς, πίνος.

Russian (Dvoretsky)

πολυπῐνής: крайне грязный, неопрятный (κάρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπῐνής: -ές, (πίνος) πολὺ πιναρός, ῥυπαρός, κάρα Εὐρ. Ρῆσ. 716.

Greek Monolingual

-ές, Α
πολύ ρυπαρός, βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πινής (< πίνος «ρύπος, λέρα»), πρβλ. κακο-πινής].

Greek Monotonic

πολῠπῐνής: -ές (πίνος), πολύ βρώμικος, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολῠ-πῐνής, ές πίνος
very squalid, Eur.