μυδαλέος

From LSJ
Revision as of 18:19, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυδᾰλέος Medium diacritics: μυδαλέος Low diacritics: μυδαλέος Capitals: ΜΥΔΑΛΕΟΣ
Transliteration A: mydaléos Transliteration B: mydaleos Transliteration C: mydaleos Beta Code: mudale/os

English (LSJ)

α, ον, A wet, dripping, αἵματι Il.11.54; δάκρυσι Hes.Sc. 270, S.El.166 (lyr.): abs., Hes.Op.556, Antim.90, Hymn.Is.27. II mouldy, ὀδμή A.R.2.191. [ῠ, but ῡ metri gr. in dactylic verses.]

German (Pape)

[Seite 213] feucht, benetzt; κατὰ δ' ὑψόθεν ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας, von Blut triefend, Il. 11, 54; δάκρυσι, Hes. Sc. 270, vgl. O. 558 u. Soph. El. 162; διὰ μυδαλέοις δάκρυσι κόλπους τέγγουσι, Aesch. Pers. 531; δόναξ ἰξῷ μυδαλέος, Antp. Sid. 17 (VI, 109); auch = durch Feuchtigkeit verdorben, moderig, ὀδμή, Ap. Rh. 2, 191, πνεῖν, ib. 229.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
humide de, τινι.
Étymologie: μύδος.

Russian (Dvoretsky)

μῡδᾰλέος: влажный, мокрый, облитый (αἵματι Hom.; δάκρυσι Hes.; ἰξῷ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠδᾰλέος: -α, -ον, ὑγρός, κάθυγρος, στάζων, διάβροχος, αἵματι Ἰλ. Λ. 54· δάκρυσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270, Σοφ. Ἠλ. 166· ἀπολ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558. ΙΙ. ὑγρός, εὐρωτιῶν, ὀδμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191. [ῠ, ἀλλάχάριν τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].

Greek Monolingual

μυδαλέος, -α και ιων. τ. -η, -ον (Α)
1. υγρός, βρεγμένος, μουσκεμένος
2. κατεστραμμένος από την υγρασία, σαπισμένος, μουχλιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυδώ].

Greek Monotonic

μυδᾰλέος: [ῠ] ], -α, -ον, υγρός, αυτός που στάζει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.

Middle Liddell

μυδᾰλέος, η, ον
wet, dripping, Il., Hes., Soph.