ὀρφός

From LSJ
Revision as of 16:56, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

German (Pape)

[Seite 389] ή, όν, = ὀρφανός (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφός: (ἢ ὄρφος κατὰ τὸν Χοιροβ.), ὁ, Ἀττ. ὀρφὼς (Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 99), ἀλλὰ κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. τ. 1, σ. 260, 27, ὀρφῶς, «σεσημείωται τὸ ὀρφῶς καὶ λαγῶς περισπώμενα, ταῦτα γὰρ οὐκ ἐφύλαξαν τὸν τόνον τῶν κοινῶν» κτλ., ὁ καὶ νῦν καλούμενος ὀρφός, καὶ μεταθέσει γραμμάτων «ῥοφός», ἔνιοι καλοῦσιν αὐτὸν νῦν καὶ δι’ ἄλλων ὀνομάτων, οἷον ἀχελούδαν ἢ χελούδαν καὶ πετρόψαρον, καθ’ ἃ λέγει ὁ Βελλώνιος, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 82, Ἀριστοφ. Σφ. 493, Πλάτων Κωμ. ἐν «Κλεοφῶντι» 1, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 24., 8. 13, 3, κ. ἀλλ.· orphus rubens, Πινδ. 32. 54.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀρφώς και ὀρφῶς και ὄρφος και ὀρφός)
το ψάρι ροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρά τις δυσερμήνευτες μορφολογικές διαφορές, η λ. ὀρφός / ὀρφώς συνδέεται με τις λ. ὄρφνη «σκοτάδι», ὀρφνός «σκούρος», λόγω του σκούρου φαιού χρώματος του ψαριού αυτού. Ο τ. ὀρφ-ώς εμφανίζει την κατάλ. -ώς της αττ. κλίσης, η οποία απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (πρβλ. αχαρνώς) και πιθ. έχει προέλθει αναλογικά προς το -ω- της λ. λαγ-ώς (βλ. λ. λαγώς). Τέλος, η άποψη ότι το ουσ. ὀρφός προέρχεται από το θ. του ὀρφ-ανός (πρβλ. ορφοβότης), πιθ. λόγω του ότι το ψάρι αυτό ζει μόνο του, δεν θεωρείται πιθανή].