Πυλαία

From LSJ
Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πῠλαία Medium diacritics: Πυλαία Low diacritics: Πυλαία Capitals: ΠΥΛΑΙΑ
Transliteration A: Pylaía Transliteration B: Pylaia Transliteration C: Pylaia Beta Code: *pulai/a

English (LSJ)

Ion. Πυλαίη (sc. σύνοδος), ἡ, fem. of πυλαῖος,
A meeting of the Amphictyons at Pylae, Hdt.7.213, Thphr. HP 9.10.2, etc.; π. ἠρινά SIG230.27 (Delph., iv B.C.); ἐαρινή Decr.Amphict. ap. D.18.154; ὀπωρινά SIG239 C 32 (Delph., iv B.C.); μετοπωρινή Str.9.3.7.
2 right of sending deputies to the Amphictyonic Council, D.5.23, 6.22.
3 place where the Amphictyons met, GDI2507.5, 2524.11 (Delph., iii B.C.), Plu.2.409a.
II promiscuous crowd, such as was found at these meetings: hence μύθων ἀπιθάνων… πυλαία farrago, Id.Art.1, cf. 2.924d.
III a place (perhaps in Arcadia, cf. St.Byz.) considered undesirable for Spartan youths, Id.2.239c.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. Πύλαιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Πυλαία -ας, ἡ, Ion. Πυλαίη [πύλη] het Thermopylae-congres:. ἐς τὴν Πυλαίην συλλεγομένων toen zij bijeenkwamen voor het Thermopylae-congres Hdt. 7.213.2.; τὸν τὴν πυλαίαν ἀποδόντα degene die ze het recht om aan het Thermopylae-congres deel te nemen heeft teruggegeven Dem. 6.22. overdr. voor de daar verzamelde bonte menigte massa; ook van zaken:. μύθων ἀπιθάνων... ἐμβέβληκεν εἰς τὰ βυβλία παντοδαπὴν πυλαίαν hij heeft een bonte verzameling ongelooflijke verhalen in zijn werk vervat Plut. Art. 1.4.

Greek Monotonic

Πῠλαία: Ιων. -αίη (ενν. σύνοδος), ἡ, θηλ. του πυλαῖος·
I. 1. η φθινοπωρινή συνεδρία των Αμφικτυόνων στις Πύλες, στον Ηρόδ.· απ' όπου, γενικά, το Αμφικτυονικό συνέδριο, στον ίδ.
2. το δικαίωμα να στέλνει κανείς αντιπροσώπους σ' αυτό το συνέδριο, σε Δημ.
II. ανάμικτο πλήθος, όπως αυτό των συνεδρίων στις Πύλες, σε Πλούτ.· έπειτα, ανόητα σκώμματα, φλυαρία, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

Πῠλαία: Ἰων. -αίη, (ἐξυπ. σύνοδος), ἡ, θηλ. τοῦ πυλαῖος, ἡ φθινοπωρινὴ συνεδρία τῶν Ἀμφικτυόνων ἐν Πύλαις ἢ μᾶλλον ἐν Ἀνθήλῃ παρὰ τὰς Πύλας), Ἡρόδ. 7. 200· ἀκολούθως καθόλου, τὸ Ἀμφικτυονικὸν συνέδριον, αὐτόθι 213, Ρήτορες. 2) τὸ δικαίωμα τοῦ πέμπειν ἀπεσταλμένους εἰς τοῦτο τὸ συνέδριον, Δημ. 62, ἐν τέλ., 71. 13. 3) ὁ τόπος ἔνθα οἱ Ἀμφικτύονες συνήρχοντο, Πλούτ. 2. 409Α. - Συνήθως λέγεται ὅτι ἡ κατὰ τὸ ἔαρ συνέλευσις τῶν Ἀμφικτυόνων (ἐαρινή, ἠρινή, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 278. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 1694) ἐγίνετο ἐν Δελφοῖς, ἡ δὲ φθινοπωρινὴ (μετοπωρινὴ ἢ ὀπωρινὴ Στράβ. 420, Κουρτ. Ἀνέκδ. Δελφ. 40, 45, κ. ἀλλ.) ἐν Πύλαις· ἀλλὰ μνημονεύεται φθινοπωρινὴ συνέλευσις ἐν Δελφοῖς ἐν Δελφ. Ἐπιγραφῇ, ἴδε Κούρτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. ἄνθρωποι πολλοὶ ἀναμίξ, ἀνάμικτον πλῆθος, ὡς ὑπῆρχε κατὰ τὰς ἐν Πύλαις συνελεύσεις, μύθων ἀπιθάνων... πυλαία, κυκεών, Πλουτ. Ἀρτοξ. 1· ἀκολ., 2) σκώμματα ἀνόητα, φλυαρία εἰς ἣν κατήντων οἱ ἐν τῷ Ἀμφικτυονικῷ συνεδρίῳ, ἴδε Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 239C· - ὅθεν πυλαιασταί, οἱ, γελωτοποιοί, οἷοι ἐπλεόναζον ἐν Πύλαις καὶ ἐν Δελφοῖς διαρκοῦντος τοῦ Ἀμφικτυονικοῦ συνεδρίου, Σουΐδ., Φώτ.· - κατὰ τὸν Ἡσύχ. τὸ ὄνομα πυλαιαστής, ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ροδίοις ἀντὶ τοῦ ψεύστης.

Middle Liddell

[fem. of πυλαῖος
I. (sc. σύνοδοσ), the autumn-meeting of the Amphictyons at Pylae, Hdt.; then, generally, the Amphictyonic Council, Hdt.
2. the right of sending deputies to this Council, Dem.
II. a promiscuous crowd, such as was found at these meetings, Plut.: then, idle jesting, trifling, Plut.