συνεξαίρω

From LSJ
Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξαίρω Medium diacritics: συνεξαίρω Low diacritics: συνεξαίρω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΙΡΩ
Transliteration A: synexaírō Transliteration B: synexairō Transliteration C: syneksairo Beta Code: sunecai/rw

English (LSJ)

A assist in raising, τὴν θάλατταν Str.3.5.7; raise together, εἰς ὄγκον τοὺς μῦς Gal.6.296:—Pass., to be raised together, τῷ διαφράγματι ib.173; to be swollen at the same time, Id.18(2).268; συνεξαρθεὶς ὑπό τινων being lifted up by the joint effort of.., Plu.Ant. 12.
2 metaph., σ. τὴν ἠχώ help in calling forth the echo, Philostr. Im.1.18; σ. θρῆνον Hld.7.15; σ. τὴν φιλοτιμίαν Plu.2.819f; help to excite, Luc.Dom.4; συνεξαρθεὶς τοῖς λόγοις excited with the rest by... D.S.17.72.
II intr., rise together, of the sea, Str.1.3.5; go out along with, τινι Id.16.2.35; of colonists, Plb.12.5.8.
III remove as well, in dissection, Gal.2.699.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. αἴρω), mit, zugleich, zusammen herausheben, erheben, anregen, s. Jac. Philostr. imagg. p. 321. – Intr., mit aufbrechen u. herausgehen, συνεξᾶραι μετὰ τῆς ἀποικίας, Pol. 12, 5, 8; Luc. de domo 4; Strab. 10, 2, 19.

French (Bailly abrégé)

1 élever ou soulever avec;
2 fig. exciter en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξαίρω samen optillen; pass.. συνεξαρθεὶς ὑπὸ τῶν συνθεόντων met vereende krachten opgetild (op een podium) door degenen die met hem mee waren gerend Plut. Ant. 12.3. overdr. helpen verheffen; Plut. Per. 4.6; tegelijk (met...) op een hoger plan brengen, met dat.; pass.. δοκεῖ συνεξαίρεσθαι οἴκου πολυτελείᾳ ἡ τοῦ λέγοντος γνώμη de mening van de spreker leek tot hetzelfde niveau te stijgen als de luxe van zijn huis Luc. 10.4.

Russian (Dvoretsky)

συνεξαίρω:
1 вместе поднимать, вздымать (τινά и τι Plut.);
2 возбуждать (τὴν φιλοτιμίαν Plut.): συνεξαρθεὶς τοῖς λόγοις Diod. возбужденный речами;
3 вместе отправляться (μετά τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξαίρω: ὁμοῦ ἐξαίρω, ὑψώνω κάμνω νὰ ὑψωθῇ, συνεξαίροντα μὲν ἐκείνην (δηλ. τὴν θάλασσαν) ὥστε πλημμυρεῖν Στράβ. 173· συνεξαρθεὶς ὑπό τινων, ὑψωθεὶς ἐν τῷ ἅμα, Πλουτ. Ἀντων. 12. 2) μεταφ., συνεξαίρω τὴν ἠχώ, συνεργῶ εἰς ἐξέγερεσιν τῆς ἠχοῦς, Φιλόστρ., ἴδε Ἰακώψιον σελ. 321, πρβλ. 219· σ. τὴν φιλοτιμίαν Πλούτ. 2. 819F· τοῦ βασιλέως συνεξαρθέντος τοῖς λόγοις, ἐξαρθεὶς συγχρόνως διὰ τῶν λόγων..., Διόδ. 17. 72· πρός τι Λουκ. π. Οἴκ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι ὁμοῦ, ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, Στράβ. 51· ― ἐξέρχομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ ὁ αὐτ. 760· ἐπὶ ἀποικιῶν, Πολύβ. 12. 5, 8 (τὸ 3. 68, 8 νῦν μετεβλήθη).

Greek Monolingual

ΜΑ ἐξαίρω
ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῖν», Στράβ.)
2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)
β) κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται
3. παθ. συνεξαίρομαι
εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.

Greek Monotonic

συνεξαίρω: βοηθώ στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, συνεξαρθείς, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ.

Middle Liddell


to assist in raising: Pass., aor1 part. συνεξαρθείς being lifted up at once, Plut.; being excited at the same time, Luc.