καθιερόω
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
Ion. κατιρόω,
A dedicate, devote, Hdt.1.92, 164; τῇ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα… πεντακισχιλίους στατῆρας Lys.19.39; τὸ λαχὸν μέρος ἑκάστῳ τῷ θεῷ Pl.Lg.745d; Χώραν Aeschin.3.109; ἑαυτοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος τῷ δαίμονι κ. Plu.Cam.21; τὸ θέατρον D.C.39.38, cf. SIG791B5 (Delph., i A.D.), etc.:—Pass., ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος [ῑ] A.Eu.304; ἡ Κιρραία Χώρα καθιερώθη was consecrated, D.18.149; καθιερωμένα ἀναθήματα Plb.7.14.3, cf. 3.22.1; οἱ καθιερούμενοι τῷ Διΐ his priests, S.E.P.3.224.
2 set up, establish as sacred, τὴν φήμην Pl.Lg.838d:—Pass., νόμιμον καθιερωθέν ib.839c; δίκαια ἐν στήλῃ καθιερωμένα Plb.9.36.9.—Prose word, used once by A.
German (Pape)
[Seite 1285] ion. κατιρόω, heiligen, weihen; ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος Aesch. Eum. 304; οἴκημα, τὴν οὐσίην κατιρῶσαι, Her. 1, 92. 164; τῷ θεῷ τι Plat. Legg. V, 745 d, öfter; καθιερωθὲν τοῦτο τὸ νόμιμον VIII, 839 b, u. öfter von gesetzlichen Vestimmungen. Bei Plut. Cam. 21 u. a. Sp. ἑαυτοὺς τῷ δαίμονι ὑπὲρ τῆς πατρίδος, se diis devovere.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
consacrer, dédier, dévouer.
Étymologie: κατά, ἱερόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθιερόω, Ion. κατιρόω [κατά, ἱερός] wijden, toewijden:. ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος voor mij gevoed en aan mij gewijd Aeschl. Eum. 304; ἑαυτοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος τῷ δαίμονι zichzelf ten behoeve van het vaderland aan de godheid (d.w.z. aan de dood) wijden Plut. Cam. 21.4; κ. ταύτην τὴν φήμην παρὰ πᾶσι zorgen dat iedereen dat standpunt als heilig erkent Plat. Lg. 838d; καθιερωθὲν τοῦτο ἱκανῶς τὸ νόμιμον wanneer deze regel in voldoende mate als heilig wordt erkend Plat. Lg. 839c.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθιερόω: ион. κᾰτῑρόω
1 посвящать, приносить в дар, жертвовать (богам) (τὴν οὐσίην Her.; τῷ θεῷ τι Plat.; ἑαυτοὺς τῷ δαίμονι Plut.): τῇ Ἀθηνᾷ κ. εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας Lys. пожертвовать на дары Афине 5000 статеров; οἰ καθιερωμένοι τῷ Διΐ Sext. посвятившие себя Зевсу, т. е. жрецы Зевса;
2 делать священным, объявлять незыблемым, освящать (τὴν φήμην, τὸ νόμιμον Plat.).
Greek Monotonic
καθιερόω: Ιων. κατ-ῑρόω, μέλ. -ώσω· αφιερώνω, αφοσιώνω, αγιάζω, καθαγιάζω, σε Ηρόδ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
καθιερόω: Ἰων. κατῑρόω: μέλλ. -ώσω: - ἀφιερῶ, Ἡρόδ. 1. 92, 164· τῇ μὲν γὰρ Ἀθηνᾷ καθιέρωσεν.., ΄Ϛ στατῆρας εἰς ἀναθήματα.. Λυσ. 155. 24· τὸ λαχὸν μέρος ἑκάστῳ τῷ θεῷ Πλάτ. Νόμ. 745Ε· ἱερόν, ἄγαλμα Πολύβ. 3. 22, 1, κτλ.· ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς πατρίδος τῷ δαίμονι καθ. Πλουτ. Κάμιλλ. 21· τὸ θέατρον Δίων Κ. 39. 38. - Παθ., ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος ῑ Αἰσχύλ. Εὐμ. 304· ἡ Κιρραία χώρα καθιερώθη Δημ. 277. 7, πρβλ. Αἰσχίν. 69. 8· οἱ καθιερωμένοι τῷ Διΐ, οἱ ἱερεῖς αὐτοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 3. 224. 2) καθορίζω τι ὡς ἱερόν, τὴν φήμην, τὸ νόμιμον Πλάτ. Νόμ. 838D 839C· δίκαια ἐν στήλῃ καθιερωμένα Πολύβ. 9. 36, 9. Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου ἐν χρήσει ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Εὐμ. 304, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 192.
Middle Liddell
ionic κατ-ῑρόω fut. ώσω
to dedicate, devote, hallow, Hdt., attic