σιρομάστης

From LSJ
Revision as of 10:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑρομάστης Medium diacritics: σιρομάστης Low diacritics: σιρομάστης Capitals: ΣΙΡΟΜΑΣΤΗΣ
Transliteration A: siromástēs Transliteration B: siromastēs Transliteration C: siromastis Beta Code: siroma/sths

English (LSJ)

σιρομάστου, ὁ, prop.
A pit-searcher, i.e. a probe or gauge, with which tax-gatherers searched corn-pits and magazines, used in war to try whether there were pits in the ground, Ph.Bel.100.5, cf. Ph. 1.135.
II barbed lance of the same shape, LXX 3 Ki.18.28, al., J. AJ7.2.2.
2 use of the ς. 11.1, Steph.in Hp.2.255 D.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, eigtl. Grubenprüfer, Grubensucher, ein Werkzeug, mit dem die Zöllner Getreidegruben und Magazine durchsuchten, wie noch jetzt die Zollvisitatoren brauchen; im Kriege untersuchte man den Boden damit, ob etwa verdeckte Gruben vorhanden waren, Mathem. vett. – Bei Ios. eine Lanze mit einem Widerhaken. – Es wird auch σειρομάστης geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

σιρομάστης: -ου, ὁ, κυρίως ὁ ἐρευνῶν βόθρους, δηλ. εἶδος ἐργαλείου, δι’ οὗ οἱ τελῶναι καὶ εἰσπράκτορες φόρων ἐξήταζον ἀποθήκας σίτου· ἐχρησίμευε δὲ καὶ ἐν πολέμῳ εἰς ἐξέτασιν τοῦ ἐδάφους μήπως ὑπάρχουσιν ὑπόνομοι καὶ βόθροι, Ἀρχ. Μαθ. ΙΙ. λόγχη μετ’ ἀκίδων πρὸς τὰ ὀπίσω ἐστραμμένων, ἔχουσα τὸ σχῆμα τοῦ μνημονευθέντος ἐργαλείου. Ἑβδ. (Γ. Βασιλ. ΙΗ΄, 28, κτλ.), Φίλων 1. 135, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427.

Greek Monolingual

και σειρομάοτης, ὁ, Α
1. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι τελώνες και οι εισπράκτορες φόρων, όταν ερευνούσαν αποθήκες σταριού, ή σε καιρό πολέμου οι στρατιώτες για να διαπιστώσουν μήπως υπάρχουν υπόνομοι
2. λόγχη με ακίδες στραμμένες προς τα πίσω
3. η χρησιμοποίηση του εργαλείου αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιρός / σειρός «αποθήκη» + -μάστης (< μαίομαι «ψάχνω, επιζητώ»)].