σκηνοποιία
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ,
A tent-making: pitching of tents, Aen.Tact.8.3, Rev.Arch.3(1934).40 (Amphipolis, iii/ii B.C.), Plb.6.28.3; building of a theatre, D.C.67.2; nest-building, of swallows, Antig.Mir.37: metaph., σ. τῆς τύχης theatrical, dramatic stroke of fortune, Hld.10.16.
II theatrical display, Jul.Or.7.216d.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν σκηνάς, στήνειν σκηνάς, Πολύβ. 8. 28, 3· μεταφορ., σκ. τῆς τύχης, ἡ συχνὴ μεταβολὴ τῆς τύχης, ὡς εἰ αὕτη ἦτο νομαδικῆς τινος φυλῆς, Ἡλιοδ. 10. 16. ΙΙ. θεατρικὴ ἐπίδειξις, Ἰουλιαν. 216D.
Greek Monolingual
η, σκηνοποιΐα, ΝΑ σκηνοποιός
κατασκήνωση («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν σκηνοποιΐα παραπλήσιος», Αιν. Τακτ.)
αρχ.
1. ίδρυση σκηνής, δημιουργία θεάτρου
2. κτίσιμο φωλιάς
3. θεατρική παράσταση
4. φρ. «σκηνοποιΐα της τύχης»
μτφ. η συχνή μεταβολή της τύχης.
Greek Monotonic
σκηνοποιία: ἡ, κατασκευή ή στήσιμο σκηνής, σε Πολύβ.
Middle Liddell
σκηνοποιία, ἡ,
a pitching of tents, Polyb. [from σκηνοποιός