ἀμοιβαδίς
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
Adv., (ἀμοιβή)
A by turns, alternately, ἀ. ἄλλοθεν ἄλλος one after another, Theoc.1.34; ἀ. ἀνέρος ἀνὴρ ἑζόμενος A.R.4.199, cf. Nonn. D. 24.227:—also ἀμοιβαδόν, Parm.1.19, A.R.2.1226, Ti.Locr.68e, Them.Or.17.215b, Agath.2.21.
II in turn, again, Epigr.Gr.998.9.
Spanish (DGE)
(ἀμοιβᾰδίς)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv.
1 por turno ἀλλήλους δ' ἐρέεινον ἀ. A.R.1.980, cf. 2.1061, 4.199, 953, ἀ. ἄλλοθεν ἄλλος νεικείουσ' ἐπέεσσι Theoc.1.34, cf. 22.96, Call.Fr.186.23, Nonn.D.24.227, Hsch.
2 a su vez, a mi vez ταῦτ' ἔγραψα ἔγωγε ... ἀ. Col.Memn.51.9 (II a.C.), σφιν ἄναξ ἀγόρευεν ἀ. Nonn.Par.Eu.Io.7.19, cf. 10.33.
German (Pape)
[Seite 126] abwechselnd, wechselseitig, ἄλλοθεν ἄλλος Theocr. 1, 34; ἐρέεινον ἀλλήλους Ap. Rh. 1, 980; ἀμ. ἀνέρος ἀνήρ 4, 199, d. i. ein Mann mit dem andern wechselnd.
French (Bailly abrégé)
adv.
alternativement.
Étymologie: ἀμοιβάς.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοιβᾰδίς: adv. попеременно: ἀ. ἄλλοθεν ἄλλος Theocr. попеременно то один, то другой.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιβᾰδίς: ἐπίρρ., (ἀμοιβὴ) ἐκ διαδοχῆς, κατὰ σειράν, ἀμ. ἄλλοθεν ἄλλος, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, Θεόκρ. 1. 34· ἀμ. ἀνέρος ἀνὴρ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 199· ― οὕτως, ἁμοιβαδὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1226, Τίμ. Λοκρ. 98Ε. ΙΙ. Πάλιν, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4738. Πρβλ. ἀμοιβηδίς.
Greek Monolingual
ἀμοιβαδὶς επίρρ. (Α) ἀμοιβή
αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά.
Greek Monotonic
ἀμοιβᾰδίς: επίρρ. (ἀμοιβή), εκ διαδοχής, κατά σειρά, εναλλάξ, ἀμ. ἄλλοθεν ἄλλος, ο ένας μετά τον άλλο, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἀμοιβή
by turns, alternately, ἀμ. ἄλλοθεν ἄλλος one after another, Theocr.