προσκρεμάννυμι

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκρεμάννῡμι Medium diacritics: προσκρεμάννυμι Low diacritics: προσκρεμάννυμι Capitals: ΠΡΟΣΚΡΕΜΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: proskremánnymi Transliteration B: proskremannymi Transliteration C: proskremannymi Beta Code: proskrema/nnumi

English (LSJ)

hang a thing on or to, ὅταν θήκας προσκρεμῶσι τοῖς στελέχεσι Gp. 10.5:—Pass., to be hung up to, hang up, Ar.Fr.131: προσκρέμᾰμαι, to be attached or suspended, πρὸς τὸ ἔμβρυον Hp. Superf.8, cf. Arist.Mech.856a23, Plb.2.10.4.

German (Pape)

[Seite 770] (s. κρεμάννυμι), anhängen, dranhängen, pass. anhangen, dranhangen, προσκρέμαται, Pol. 2, 10, 4. 16, 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προσκρεμάννῡμι: κρεμῶ τι πρός τι ἢ ἔκ τινος, τινί τι Γεωπ. 10. 5. ― Παθητ., ὅπου τὰ μορμολυκεῖα προσκρεμάννυται Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 187˙ οὕτω, προσκρέμαμαι, Ἱππ. 261. 13, Ἀριστ. Μηχαν. 24, 16, Πολύβ. 2. 10, 4.

Greek Monolingual

Α·1. κρεμώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο ή από κάτι άλλοὅταν θήκας προσκρεμῶσι τοῖς στελέχεσι», Γεωπ.)
2. κρεμιέμαι, εξαρτώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].