ἀφραδής
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
ἀφραδές, (φράζομαι) insensate, reckless, μνηστῆρες ib.2.282, cf. Nonn. D. 5.349; of the dead, without sense, senseless, Od.11.476. Adv. ἀφραδέως = senselessly, recklessly, Il.3.436, etc.
Spanish (DGE)
(ἀφρᾰδής) -ές
I 1falto de razón, insensato μνηστῆρες Od.2.282, ἄνδρες Nonn.Par.Eu.Io.7.44, ἦθος Nonn.Par.Eu.Io.8.21, στόματα Nonn.Par.Eu.Io.19.1, θῆρες Nonn.D.5.349, δελφῖνες Nonn.D.44.247.
2 de un muerto exánime, insensible νεκροί Od.11.476.
II adv. ἀφραδέως = irreflexivamente, insensatamente μάχεσθαι Il.3.436, cf. 12.62, 23.320, 426, Nic.Al.158, 502.
German (Pape)
[Seite 414] ές, unüberlegt, unbesonnen, Od. 2, 282; νεκροί, besinnungslos, 11, 476. – Adv. ἀφραδέως, unüberlegter, thörichter Weise, Il. 3, 436 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 privé de sentiment;
2 insensé.
Étymologie: ἀ, φράζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρᾰδής:
1 бесчувственный (νεκροί Hom.);
2 безрассудный, безумный (μνηστῆρες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) ἀνόητος, ἀσύνετος, ἀστόχαστος, μνηστῆρες Ὀδ. Β. 282· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, ἀναίσθητος, Λ. 476. ― Ἐπίρρ. ἀφραδέως, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, Ἰλ. Γ. 436, κτλ.
English (Autenrieth)
ές (φράζομαι): inconsiderate, foolish, senseless, Od. 2.282, Od. 11.476.— Adv., ἀφραδέως.
Greek Monolingual
ἀφραδής, -ές (Α) φράζω
1. ανόητος, αστόχαστος
2. (για τους νεκρούς) αυτός που δεν αισθάνεται τίποτε, ο αναίσθητος.
Greek Monotonic
ἀφρᾰδής: -ές (φράζομαι), αναίσθητος, απερίσκεπτος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τους νεκρούς, αναίσθητος, άψυχος, στο ίδ.· επίρρ. ἀφραδέως, ανόητα, απερίσκεπτα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[φράζομαι]
insensate, reckless, Od.; of the dead, senseless, lifeless, Od. adv. ἀφραδέως, senselessly, recklessly, Il.
Mantoulidis Etymological
(=ἀνόητος, ἀσύνετος). Σύνθετο ἀπό τό α στερ. + φράζομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φράζω.