ἀφραδής

From LSJ
Revision as of 10:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρᾰδής Medium diacritics: ἀφραδής Low diacritics: αφραδής Capitals: ΑΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: aphradḗs Transliteration B: aphradēs Transliteration C: afradis Beta Code: a)fradh/s

English (LSJ)

ἀφραδές, (φράζομαι) insensate, reckless, μνηστῆρες ib.2.282, cf. Nonn. D. 5.349; of the dead, without sense, senseless, Od.11.476. Adv. ἀφραδέως = senselessly, recklessly, Il.3.436, etc.

Spanish (DGE)

(ἀφρᾰδής) -ές
I 1falto de razón, insensato μνηστῆρες Od.2.282, ἄνδρες Nonn.Par.Eu.Io.7.44, ἦθος Nonn.Par.Eu.Io.8.21, στόματα Nonn.Par.Eu.Io.19.1, θῆρες Nonn.D.5.349, δελφῖνες Nonn.D.44.247.
2 de un muerto exánime, insensible νεκροί Od.11.476.
II adv. ἀφραδέως = irreflexivamente, insensatamente μάχεσθαι Il.3.436, cf. 12.62, 23.320, 426, Nic.Al.158, 502.

German (Pape)

[Seite 414] ές, unüberlegt, unbesonnen, Od. 2, 282; νεκροί, besinnungslos, 11, 476. – Adv. ἀφραδέως, unüberlegter, thörichter Weise, Il. 3, 436 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 privé de sentiment;
2 insensé.
Étymologie: , φράζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφρᾰδής:
1 бесчувственный (νεκροί Hom.);
2 безрассудный, безумный (μνηστῆρες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) ἀνόητος, ἀσύνετος, ἀστόχαστος, μνηστῆρες Ὀδ. Β. 282· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, ἀναίσθητος, Λ. 476. ― Ἐπίρρ. ἀφραδέως, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, Ἰλ. Γ. 436, κτλ.

English (Autenrieth)

ές (φράζομαι): inconsiderate, foolish, senseless, Od. 2.282, Od. 11.476.— Adv., ἀφραδέως.

Greek Monolingual

ἀφραδής, -ές (Α) φράζω
1. ανόητος, αστόχαστος
2. (για τους νεκρούς) αυτός που δεν αισθάνεται τίποτε, ο αναίσθητος.

Greek Monotonic

ἀφρᾰδής: -ές (φράζομαι), αναίσθητος, απερίσκεπτος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τους νεκρούς, αναίσθητος, άψυχος, στο ίδ.· επίρρ. ἀφραδέως, ανόητα, απερίσκεπτα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[φράζομαι]
insensate, reckless, Od.; of the dead, senseless, lifeless, Od. adv. ἀφραδέως, senselessly, recklessly, Il.

Mantoulidis Etymological

(=ἀνόητος, ἀσύνετος). Σύνθετο ἀπό τό α στερ. + φράζομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φράζω.