γυμνότης
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A nakedness, LXX De.28.48,Ep.Rom.8.35,M.Ant. 10.27; γ.ψυχική Ph.1.77.
2 bare statement, τῶν προτάσεων D.H. Rh.10.6.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 desnudez γ. καὶ ὅλου καὶ μέρεος Hp.Alim.16, διὰ γυμνότητα καὶ κρύος οὐ προθυμουμένων Polyaen.3.9.34, ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου Apoc.3.18, cf. Corn.ND 30, Diodor.T.Gen.M.33.1568C, rel. la pobreza ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει καὶ ἐν γυμνότητι LXX De.28.48, cf. Ep.Rom.8.35, 2Ep.Cor.11.27
•fig. ref. la sencillez o la pureza ἵν' ὑπομιμνῃσκώμεθα ... τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γυμνότητος M.Ant.11.27, sent. espiritual Ἰακὼβ γυμνότητος ἐρᾷ ψυχικῆς Ph.1.77.
2 ret. concisión, parquedad, falta de adornos μία ... ἀτεχνία ἡ τῶν προτάσεων γ. D.H.Rh.10.6.
German (Pape)
[Seite 510] ητος, ἡ, Nacktheit, Dürftigkeit, N. T.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
nudité;
NT: dénuement.
Étymologie: γυμνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνότης -ητος, ἡ [γυμνός] naaktheid.
Russian (Dvoretsky)
γυμνότης: ητος ἡ нагота (ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι NT).
English (Strong)
from γυμνός; nudity (absolute or comparative): nakedness.
English (Thayer)
γυμνότητός, ἡ (γυμνός), nakedness: of the body, αἰσχύνη, 3); used of want of clothing, Antoninus 11,27.)
Greek Monotonic
γυμνότης: -ητος, ἡ (γυμνός), γύμνια, γυμνότητα, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
γυμνότης: -ητος, ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ γυμνοῦ, Ἑβδ. (Δευτ. κη΄48), Κ.Δ.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:gumnÒthj 錦挪帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:赤裸的 相當於: (עֵירֹם)
字義溯源:赤身,赤貧,穿著不足的,赤身露體;源自(γυμνός)*=赤裸的)
出現次數:總共(3);羅(1);林後(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 赤身露體(2) 羅8:35; 林後11:27;
2) 赤身(1) 啓3:18