δελτωτός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
δελτωτή, δελτωτόν, in the shape of the letter delta: τὸ Δελτωτόν = the constellation Triangle, Triangulum Arat.235, Eratosth.Cat.20 tit.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 en forma de delta de los dípticos que se abren en forma de delta como etim. de δέλτος Eust.421.32, 633.15.
2 subst. τὸ Δελτωτόν astr. el Triángulo constelación del hemisferio boreal cercana al Trópico de Cáncer, Eratosth.Cat.20, Arat.235, Manil.1.353, 5.714, Tat.Orat.9, Simp.in Cael.436.24, Cat.Cod.Astr.9(1).185.18, 186.17.
German (Pape)
[Seite 544] dreieckig; τὸ δελτωτόν, das Dreieck, Arcad. 123, 26; Arat. phaen. 234.
Greek (Liddell-Scott)
δελτωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος Δ· τὸ δελτωτόν, ἀστερισμός τις τριγωνικὸν σχῆμα ἔχων, Ἄρατ. 235.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δελτωτός, -ή, -όν) δέλτα
1. αυτός που έχει το σχήμα του γράμματος Δ («ἡ δὲ 'Ρόδος ἡ νῆσος... δελτωτὴ τὸ σχῆμα»)
2. ο αστερισμός του τριγώνου
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δελτωτό (ν)
ο πλωτήρας του δρομόμετρου με το οποίο μετριέται η ταχύτητα του πλοίου
μσν.
το ισοσκελές τρίγωνο.