ζωηφόρος
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ζωηφόρον, life-bringing, Them.Or.19.228d, Sch.Il.8.70; ζ. γραμμὴ [χειρός] line of life, in palmistry, Cat.Cod.Astr.7.238.
German (Pape)
[Seite 1142] Leben bringend, Sp., wie Themist. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ζωηφόρος: -ον, ὁ φέρων ζωήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8815· -φόριος, ον, Συνέσ. Ὕμν. 3. 601.
Greek Monolingual
-ο (AM ζωηφόρος, -ον)
αυτός που παρέχει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος, σωτήριος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ζωηφόρος
εσφ. τ. αντί ζωφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθοφόρος, καρποφόρος.