ἀπραγία

From LSJ
Revision as of 11:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρᾱγία Medium diacritics: ἀπραγία Low diacritics: απραγία Capitals: ΑΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: apragía Transliteration B: apragia Transliteration C: apragia Beta Code: a)pragi/a

English (LSJ)

ἡ, inaction, Plb.3.103.2; want of energy, Plu.Fab. 1 (so in physical sense, Aret.SD2.7); unemployment, Vett. Val.189.8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Aret.SD 2.7
1 inactividad τῶν στρατοπέδων Plb.3.103.2, διὰ τὴν ἀπραγίαν εἰρηνικὸς εἶναι D.S.16.5, por falta de empleo, Vett.Val.177.25, cf. Ptol.Tetr.4.10.15.
2 tranquilidad, impasibilidad de pers. τοῖς πολλοῖς ἀπάθειαν μὲν οὖσαν τὴν δοκοῦσαν ἀπραγίαν para muchos era inercia su aparente impasibilidad Plu.Fab.1
tb. en sent. fís., en las digestiones, Aret.l.c.
3 indiferencia, desinterés, pasividad περὶ τῶν εἰδῶν, ὧν δέδωκ[άς μ] οι πωλῆσαι, μεγάλη ἐστὶν ἀ. sobre los objetos, que me diste para vender, hay un gran desinterés, PIand.100.9 (IV d.C.).
4 futilidad, vacuidad ὁ δὲ ἐπισπεύδων εἰς ἀπραγίαν Sm.Pr.12.11, cf. 28.19.

German (Pape)

[Seite 337] ἡ, Geschäftslosigkeit, Unthätigkeit, στρατοπέδων Pol 3, 103; Plut. Fab. Max. 1; LXX.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
inaction, inertie.
Étymologie: , πράττω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρᾱγία:бездеятельность, бездействие, праздность Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρᾱγία: ἡ, τὸ μὴ πράττειν τι, διατελεῖν ἐν ἀργίᾳ, ἀπραξίᾳ, Πολύβ. 3. 103, 2· ἔλλειψις ἐνεργείας, τὴν δοκοῦσαν ἀπραγίαν Πλουτ. Φάβ. 1.

Greek Monolingual

κ. απραγιά, η (AM ἀπραγία) άπραγος
νεοελλ.
έλλειψη πείρας, αδεξιότητα
αρχ.-μσν.
1. έλλειψη ασχολίας ή εργασίας
2. έλλειψη ενεργητικότητας, αδράνεια.

Greek Monotonic

ἀπρᾱγία: ἡ (πράσσω), αδράνεια, έλλειψη ενέργειας ή δραστηριότητας, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πράσσω
idleness, want of energy, Plut.