δωδεκάφυλος
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
δωδεκάφυλον, of twelve tribes, τὸ δ. the twelve tribes of Israel, Act.Ap.26.7.
Spanish (DGE)
(δωδεκάφῡλος) -ον
1 de doce tribus λαός Orac.Sib.3.249, 11.36.
2 subst. τὸ δ. las doce tribus de Israel Act.Ap.26.7, 1Ep.Clem.55.6
•subst. ἡ δ. sent. dud., quizá el registro de las doce tribus de Israel Proteu.2.3.
German (Pape)
[Seite 694] von zwölf Stämmen; Or. Sib.; τὸ δ., die zwölf Stämme, N. T., K. S.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de douze tribus ; τὸ δωδεκάφυλον NT les douze tribus d'Israël.
Étymologie: δώδεκα, φυλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωδεκάφυλος -ον [δώδεκα, φυλή] subst. n. τὸ δωδεκάφυλον de twaalf stammen (van Israël).
Greek Monolingual
δωδεκάφυλος, -ον (AM)
1. ο διαιρεμένος σε δώδεκα φυλές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδεκάφυλον
οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ.
Greek Monotonic
δωδεκάφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που αποτελείται από δώδεκα φυλές· τὸ δ., οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάφῡλος: -ον, ὁ εἰς δώδεκα φυλὰς διῃρημένος, τὸ δ., αἱ δώδεκα φυλαὶ τοῦ Ἰσραήλ, Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 7· λαὸς ὁ δ. Χρ. Σιβ. 2. 171.
Middle Liddell
δωδεκά-φῡλος, ον φυλή
of twelve tribes, τὸ δ. the twelve tribes of Israel, NTest.